Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Εναλλακτικές Πραγματικότητες

Ο Αλέξανδρος άνοιξε τα μάτια του απότομα. Βρισκόταν ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο χορτάρι και το κεφάλι του πονούσε αφόρητα. Κοίταξε τον ουρανό και το ελαφρό αεράκι μαστίγωσε απαλά το πρόσωπό του. Τα σύννεφα έπαιζαν διαρκώς με τον άνεμο και η κίνησή τους έμοιαζε αιώνια. Είδε ανθρώπους και θεούς να σχηματίζονται μπροστά από το γαλάζιο φόντο του ουρανού, νεράιδες και ξωτικά να παίζουν με τα ραβδιά τους στην αέναη κίνηση του σύμπαντος. Ήθελε να μείνει για πάντα εκεί και να γίνει ένα με όλη την πλάση, ο πόνος όμως χτυπούσε τα μηνίγγια του αλύπητα και έκανε μία κίνηση να σηκωθεί. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ακόμη το σπαθί του που ήταν βαμμένο κόκκινο από το αίμα. Σήκωσε το αριστερό του χέρι και έβγαλε την περικεφαλαία που φορούσε. Είχε ένα μεγάλο βαθούλωμα στο αριστερό μέρος και ήταν τσακισμένη. Ανακάθισε και έπιασε το κεφάλι του. Ένας μορφασμός πόνου σχηματίστηκε στα μάτια του καθώς έπιασε το μεγάλο καρούμπαλο που ορθωνόταν κάτω από τα κατάμαυρα μαλλιά του. Το κράνος του είχε σώσει τη ζωή.

Κοίταξε γύρω του το τοπίο. Σε αντίθεση με τον ουρανό δεν υπήρχε τίποτα όμορφο να παρατηρήσει. Παντού υπήρχαν πτώματα διαμελισμένα, πεσμένα στο έδαφος με διάφορες στάσεις. Είδε ανθρώπους νέους με όμορφα πρόσωπα να κείτονται νεκροί, γέρους με περήφανες κορμοστασιές να έχουν γείρει στο έδαφος καταδικασμένοι να μην σηκωθούν ποτέ από εκεί. Είδε ορθάνοιχτα μάτια να κοιτούν το άπειρο με τη φρίκη ζωγραφισμένη πάνω τους. Και ήταν μάτια νεανικά όλα τους με όνειρα και ελπίδες για το μέλλον. Κι όμως φαίνονταν όλα τόσο στάσιμα εκείνη τη στιγμή. Ο τροχός του χρόνου είχε σταματήσει για όλους εκείνους που πολέμησαν σε αυτό το πεδίο και ο Άδης είχε στείλει τα κοράκια του να κάνουν βόλτες πάνω από τα τυραννισμένα κορμιά.

Έβαλε όλη του τη δύναμη και σηκώθηκε όρθιος. Ένιωθε πολύ ζαλισμένος αλλά κατάφερε να στυλώσει τα πόδια του. Πέρασε το σπαθί του στο χρυσοκέντητο ζωνάρι που κοσμούσε τη μέση του και πήρε από κάτω μια ασπίδα που ήταν σε καλή κατάσταση. Στη ζώνη του είχε κρεμασμένο ένα φλασκί με νερό, που ευτυχώς δεν είχε τρυπήσει. Ήπιε μερικές γουλιές από το φλασκί και μούσκεψε το πρόσωπο του με το δροσερό περιεχόμενο του. Τώρα ήταν πολύ καλύτερα και αποφάσισε να προχωρήσει. Το μέρος αυτό του προκαλούσε αηδία και έπρεπε να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Ξεκίνησε να περπατάει ανάμεσα στα πτώματα και μαύρο σκοτάδι ήρθε και τύλιξε τις σκέψεις του. Αναρωτήθηκε για πιο λόγο έπρεπε όλοι αυτοί οι άνθρωποι να βάλουν τέλος στη ζωή τους με αυτό τον τρόπο, ποιοι λόγοι τους οδήγησαν να πολεμήσουν με τόσο μίσος και τόση μανία. Προσπάθησε να φέρει στο νου του τα γεγονότα που είχαν μεσολαβήσει τις προηγούμενες μέρες, όμως όσο και να προσπάθησε στο μυαλό του υπήρχε κενό. Θυμόταν μόνο ορισμένες σκηνές από τη μάχη και τίποτα περισσότερο από αυτό. Τουλάχιστον ήξερε το όνομά του και αυτό τον παρηγορούσε κάπως. Κοίταξε στο βάθος και είδε καπνούς που μαρτυρούσαν ζωντανή ανθρώπινη ύπαρξη. Ξεκίνησε να οδεύει κατά κει με γρήγορους ρυθμούς και δεν πρόσεξε τους μαυροφορεμένους καβαλάρηδες που τον παρακολουθούσαν από μακριά.

Σε λίγο άκουσε καλπασμούς και γύρισε το κεφάλι του να δει. Τρεις ιππείς κάλπαζαν σαν μανιασμένοι με κατεύθυνση προς αυτόν. Στα χέρια τους κράδαιναν τα κυρτά σπαθιά τους και από τα στόματά τους έβγαιναν άγριες, άναρθρες κραυγές. Ο Αλέξανδρος κατάλαβε πως αν έμενε εκεί αδρανής θα έρχονταν οπωσδήποτε το τέλος του. Κοίταξε γύρω του και είδε ένα κάρο παρατημένο με τα άλογα νεκρά μπροστά. Έτρεξε κατά κει και πήδηξε πάνω.

Ξεθηκάρωσε το σπαθί του και σήκωσε την ασπίδα του. Σε λίγο οι καβαλάρηδες τον έφτασαν και άρχισαν να ουρλιάζουν πιο δυνατά ακόμα. Περικύκλωσαν το κάρο και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν στο θύμα τους. Ο Αλέξανδρος περίμενε καρτερικά στο κάρο με την ασπίδα ορθωμένη μπροστά του και το σπαθί στο άλλο χέρι. Κάποια στιγμή ο πρώτος από τους σαρικοφορεμένους άνδρες έβγαλε έναν πολύ δυνατό αλαλαγμό και πηδώντας από το άλογό του βρέθηκε πάνω στο κάρο. Ο Αλέξανδρος με μια αστραπιαία κίνηση έγειρε το κορμί του και ύψωσε ψηλά τη ασπίδα του. Και τότε όρμισε επιδέξια στον αντίπαλό του καταφέρνοντάς του μία πολύ γερή σπαθιά στα πλευρά. Πηχτό αίμα πετάχτηκε από την πληγή του μελαψού άνδρα που γονάτισε τρεμάμενος. Οι άλλοι δύο βλέποντας αυτό το θέαμα κοντοστάθηκαν και κατάρες άρχισαν να εκσφενδονίζονται από τα στόματά τους. Με τα μαύρα μάτια τους να βγάζουν φλόγες κάρφωσαν τα βλέμματά τους στον Αλέξανδρο, που ετοιμαζόταν να δεχθεί καινούρια επίθεση.

Ξαφνικά όμως το βλέμμα τους πάγωσε μπροστά στο θέαμα που αντίκρισαν. Ποιος δαίμονας ήταν αυτός που αντιμετώπιζαν, του οποίου τα μάτια από καστανά έγιναν μελί και στη συνέχεια κόκκινα; Τι ήταν αυτός που τους κοιτούσε και οι φλέβες του φούσκωναν σε όλο το πρόσωπό του, που τα μηνίγγια του χτυπούσαν αλύπητα σε τόσο γρήγορο ρυθμό; Όμως δε δίστασαν, γιατί ήταν παιδιά του προφήτη και αυτός θα τους έστελνε στον παράδεισο αν έπεφταν στο πεδίο της μάχης. Πήδηξαν ταυτόχρονα στο κάρο και κατέβασαν δυνατά τα κυρτά σπαθιά τους.

Όμως εκείνος ήταν ο Αλέξανδρος, η μηχανή του πολέμου, ο ψυχοφονιάς, καταδικασμένος να παίρνει ζωές, εμποτισμένος από την αρχέγονη οργή των θεών όταν αυτοί πολεμούσαν τους τιτάνες, το αγαπημένο παιδί του Πλούτωνα, ο τροφοδότης του Άδη, ήταν ο Αλέξανδρος ο δυνατός, ο διψασμένος για αίμα, ο αιμοσταγής, ο αιώνιος πολεμιστής.

Σήκωσε πάλι δυνατά την ασπίδα του και το κυρτό σπαθί θρυμματίστηκε στην σκαλισμένη επιφάνειά της. Όμως και το σπαθί του δεν έμεινε αμέτοχο στο άλλο χέρι, γιατί το όνομα του ήταν σκοτεινός εκδικητής και τροφή του ήταν οι ψυχές των ανθρώπων. Με τρομερή δύναμη εκσφενδονίστηκε προς το δεύτερο άνδρα και διαπέρασε το κρανίο του ακριβώς πάνω από τη συμβολή των φρυδιών. Με μία κραυγή που απότομα μετατράπηκε σε κλάμα ο μελαψός άνδρας άφησε τα πεδία της γης για τα αιώνια βασανιστήρια του Άδη, γιατί δεν σκοτώθηκε από ένα συνηθισμένο σπαθί αλλά από το πιο σκοτεινό που υπήρξε ποτέ, από ένα εργαλείο κατασκευασμένο στις φωτιές, στα έγκατα του βασιλείου του Πλούτωνα.

Ο Αλέξανδρος όρμισε με τα γυμνά του χέρια στον απροστάτευτο λαιμό του άνδρα που είχε απομείνει. Παρά τις δυνατές μπουνιές που δέχτηκε στο πρόσωπό του, γιατί σε τέτοιες στιγμές υπάρχει το αίσθημα της επιβίωσης που υπερτερεί ακόμα και από την αρχέγονη οργή που τον διακατείχε, τα χέρια του έκλεισαν σαν τανάλια και άρχισαν να ρουφάν στάλα στάλα τη ζωή του σαρικοφορεμένου καβαλάρη.

Όμως και στις χειρότερες στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, ακόμα και σε στιγμές τόσης κτηνωδίας που ο άνθρωπος χάνει την υπόστασή του, μπορεί να υπάρξει οίκτος. Και το βλέμμα εκείνου του καβαλάρη ήταν τόσο αθώο, τόσο παιδικό. Η ηλικία του δεν ξεπερνούσε τα είκοσι χρόνια και τα μάτια του πρόδιδαν απειρία στον πόλεμο και στα βάσανα της ζωής. Κλάμα ανάβλυζε από τα όμορφα, μαύρα μάτια του καθώς προσπαθούσε να πάρει ανάσα, την τελευταία ίσως της ζωής του.

Και αυτό το βλέμμα ήταν που ταρακούνησε τον Αλέξανδρο. Τράβηξε απότομα τα χέρια του και πισωπάτησε. Λαχανιασμένος όπως ήταν συνειδητοποίησε πως απέναντί του υπήρχε ένα παιδί. Οι κόγχες του διαστάλθηκαν και το χρώμα των ματιών του έγινε πάλι καστανό. Κοίταξε το νεαρό που προσπαθούσε να ανακτήσει την αναπνοή του. Ένα αίσθημα απόγνωσης τον πλημμύρισε. Τράβηξε το σπαθί του από το πτώμα και το σήκωσε απειλητικά στον αέρα. Και παρά τις προσταγές του ίδιου του σπαθιού για να χτυπήσει, που τώρα μιλούσε με ανθρώπινη φωνή, το πέταξε με όλη του τη δύναμη όσο πιο μακριά μπορούσε. Χωρίς να σκεφτεί καλά καλά τις πράξεις του, έκανε ένα άλμα και βρέθηκε στη ράχη του αλόγου που ήταν δίπλα του. Τότε άρχισε να καλπάζει γρήγορα καθώς οι μνήμες από τον πόλεμο γυρνούσαν στο κεφάλι του.

Ο πόλεμος μαίνονταν άγριος εδώ και πολύ καιρό. Οι εδαφικές διαφορές που χώριζαν τους δύο λαούς έπρεπε να λυθούν. Και η μοναδική λύση ήταν ο πόλεμος. Η έκβαση του θα αποφασιζόταν σε αυτά τα πεδία. Η μεγάλη μάχη θα άρχιζε και αυτός θα έπαιρνε μέρος σαν αξιωματικός που ήταν, γιατί λεγόταν Αλέξανδρος ο αιμοβόρος, διοικητής του τρίτου τάγματος. Κανένας θνητός δε μπορούσε να σταθεί μπροστά του όταν τον κυρίευε η οργή του. Κανένα σπαθί δεν συγκρινόταν με το δικό του που μπορούσε να διαπεράσει κάθε είδους πανοπλία.

Η μάχη ξεκίνησε με το πρώτο φως της μέρας. Και οι δύο πλευρές ύψωσαν τα βούκινα του πολέμου και το τρομακτικό βουητό τους κάλυψε όλη την περιοχή, μέχρι εκεί που έφτανε το ανθρώπινο μάτι. Όταν σταμάτησαν απλώθηκε νεκρική σιγή. Ήταν λες και η φύση πενθούσε για το χαμό που ήταν προδιαγεγραμμένος να γίνει. Οι δύο προπορευόμενοι αξιωματικοί σήκωσαν τα χέρια τους και τα κατέβασαν απότομα. Και τότε όλη η περιοχή σείστηκε από το τρέξιμο των χιλιάδων πολεμιστών που βιάζονταν να συναντήσουν τη μοίρα τους. Και ποτέ δεν θα ξαναδεί θνητός τέτοια μανία και τέτοιο μίσος όπως εκείνη τη μέρα. Και ποτέ δε χάθηκαν τόσοι λαμπροί άντρες μαζεμένοι όπως σε αυτή τη μάχη.

Όταν ήχησαν για δεύτερη φορά τα βούκινα του πολέμου ήταν η ώρα του. Οδήγησε το τάγμα του από το δυτικό λόφο και σφυροκόπησε με μανία τον εχθρό από τα πλάγια. Πολεμούσε με τρομερή δεξιοτεχνία και το σπαθί του ανεβοκατέβαινε παρασέρνοντας ότι έβρισκε μπροστά του, ξεσκίζοντας πανοπλίες και σάρκα μαζί. Το χτύπημα ήταν καίριο και ο εχθρός άρχισε στιγμιαία να υποχωρεί. Όμως ήταν πάρα πολλοί και όσους και αν σκότωνε άλλοι τόσοι έπαιρναν τη θέση τους. Όμως τον είχε κυριεύσει μανία και οργή, τα μάτια του λαμπυρίζανε, το σπαθί του είχε βαφτεί κόκκινο και το λαρύγγι του είχε κλείσει από τις κραυγές. Οι στρατιώτες του πολεμούσαν γενναία και κρατούσαν τις θέσεις τους. Είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον αρχηγό τους και πετσοκόβανε τις τάξεις του εχθρού.

Αλλά η μάχη κράτησε σχεδόν μέχρι το σούρουπο και ο εχθρός αναπλήρωνε συνεχώς τους στρατιώτες που έχανε. Και αυτοί ήταν πιο λίγοι και τρομερά κουρασμένοι. Κάποιες γραμμές άρχισαν να σπάνε και ορισμένοι άρχισαν να υποχωρούν. Ο Αλέξανδρος ούρλιαζε στους στρατιώτες του να κρατήσουν τις θέσεις τους, απειλούσε πως θα τιμωρούσε σκληρά όποιον δείλιαζε και συνέχιζε ασταμάτητα να αφαιρεί ψυχές. Σε λίγο κανένας από τους αντιπάλους δεν ερχόταν προς το μέρος του. Όλοι προσπαθούσαν να τον αποφύγουν, αυτός όμως έτρεχε και σκότωνε αδιάκριτα όποιον έβρισκε μπροστά του. Μάλιστα σκότωσε και μερικούς δικούς του άντρες που είχαν πετάξει τα όπλα και οπισθοχωρούσαν άτακτα. Τέτοια ήταν η μανία του. Και μετά ξαφνικά όλα μαύρισαν.

Και θυμήθηκε τα πρόσωπα όλων αυτών που κείτονταν νεκροί γύρω του. Θυμήθηκε τις κραυγές τους και πως τους έκανε να σωπάσουν. Γιατί οι περισσότεροι ήταν νεκροί από το δικό του χέρι, ήταν ακρωτηριασμένοι από το δικό του σπαθί και τα δικά του χτυπήματα. Ένιωσε μια φωνή στο μυαλό του να του λέει πως αυτή ήταν η μοίρα του. Ήταν καταδικασμένος να σκοτώνει και δε μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Κοίταξε στο ζωνάρι του και είδε πως το σπαθί ήταν στη θέση του ως δια μαγείας. Έκλεισε τα μάτια και ούρλιαξε όσο μπορούσε έως ότου ένιωσε έναν ανελέητο πόνο να τρυπάει το κρανίο του……

Άνοιξε τα μάτια. Ήταν σκοτάδι. Κοίταξε ψηλά, αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει ούτε αστέρια ούτε φεγγάρι. Και όμως είχε την αίσθηση πως ήταν κάπου έξω. Ένα απαλό αεράκι μαστίγωσε το πρόσωπο του, όμως δεν μπορούσε να μυρίσει εκείνες τις μυρωδιές που πλημμυρίζουν τον ανοιξιάτικο άνεμο. Τον φόβισε το σκότος. Δεν τολμούσε να σκεφτεί που μπορεί να βρισκόταν. Ξεκίνησε να περπατάει αργά αργά με τα χέρια σε πρόταση. Στο βάθος είδε ένα αμυδρό φως να σπάει τη μονοτονία του μαύρου.

Δεν ήξερε πως εμφανίστηκε, ούτε πότε εμφανίστηκε. Σίγουρα δεν υπήρχε εκεί όταν άνοιξε τα μάτια του. Η ελπίδα άρχισε να αναζωπυρώνεται μέσα του. Το βήμα του έγινε πιο γοργό και μετά από λίγο, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε να τρέχει στη μέση του πουθενά με προορισμό το μοναδικό φως που υπήρχε, με προορισμό τη λύτρωση. Ο φόβος είχε αφήσει τη θέση του σε λαχτάρα, όμως όσο και να έτρεχε δεν μπορούσε να πλησιάσει. Το φως ήταν μακριά και φαινόταν να απομακρύνεται. Όμως δεν το έβαλε κάτω αλλά συνέχισε να τρέχει, γιατί ήταν ο Αλέξανδρος που δεν τα παρατούσε ποτέ. Μια κραυγή μίσους πετάχτηκε βίαια από τα χείλη του. Και μετά τυφλώθηκε.

Τώρα υπήρχε παντού φως. Ήταν άσπρο, δυνατό, εκτυφλωτικό. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του όμως πονούσε. Μια φωνή ήχησε στα αυτιά του.

«Ποιος είσαι ξένε;»

«Ο Αλέξανδρος. Εσύ ποιος είσαι;» απάντησε αυτός με σταθερή φωνή.

«Το όνομα μου δεν έχει σημασία, αν και γνωριζόμαστε» απάντησε η φωνή και από το βάθος ακούστηκε αντίλαλος.

Ξαφνικά το εκτυφλωτικό φως μειώθηκε. Τη θέση του πήρε ένα πιο απαλό, πιο γλυκό. Άρωμα λουλουδιών πλημμύρισε το χώρο. Ο Αλέξανδρος ένιωσε πιο ελαφρύς, οι μαύρες σκέψεις του έφυγαν προς στιγμή και άνοιξε επιτέλους τα μάτια του. Αυτό όμως που αντίκρισε ήταν τόσο αποτρόπαιο που δεν άντεξε και γονάτισε κλαίγοντας. Απέναντί του ήταν ένας άνθρωπος σταυρωμένος με γερά σκοινιά να δένουν τα χέρια και τα πόδια του. Είχε μακριά καστανά μαλλιά και το κεφάλι του ήταν σκυμμένο έτσι που να μη φαίνεται το πρόσωπό του. Και αυτός, ο Αλέξανδρος, ο αιώνιος πολεμιστής είχε πετρώσει και δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του.

«Τι είσαι;» κατάφερε να αρθρώσει μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

«Τι είμαι; Είμαι απλά ένας άνθρωπος. Θα μπορούσα να λέγομαι Προμηθέας δεσμώτης ή και Σίσυφος ή Χριστός ή είμαι απλά κάποιος δυστυχισμένος από τους πολλούς που υπάρχουν. Σημασία δεν έχει τι είμαι ή ποιος είμαι αλλά το κοινό που έχουμε εμείς οι δύο.»

«Ποιος σε έδεσε; Τι μπορώ να κάνω;»

«Πιστεύεις πως κάποιος με έχει δέσει, Αλέξανδρε; Πιστεύεις πως είναι το σώμα μου αυτό που είναι δεμένο; Σφάλεις. Η ψυχή μου είναι δεμένη, το πνεύμα μου είναι φυλακισμένο σε αυτό το μέρος και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι αυτό. Όπως θα είναι και η δικιά σου, όπως θα είναι και η δικιά σου…»

«Γιατί; Τι είναι όλα αυτά; Ποιος τα κάνει όλα αυτά; Τι κοινό έχουμε εμείς οι δύο για να με περιμένει τέτοια μοίρα;»

«Η μοίρα που έχουμε μπροστά μας δεν είναι προδιαγεγραμμένη, εμείς την ορίζουμε. Πρέπει να παραδεχτώ βέβαια πως υπάρχουν κάποιες ανώτερες δυνάμεις στον κόσμο μας που δημιουργούν ορισμένες καταστάσεις αλλά η δική μας στάση είναι αυτή που καθορίζει κάθε φορά προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα. Αυτή εδώ είναι η τιμωρία μου. Εγώ την προκάλεσα και εν μέρει και εσύ.»

«Εγώ; Πως;»

«Πλησίασε, Αλέξανδρε. Θέλω να σε δω από κοντά.»

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε και τρεμάμενος πλησίασε τον άνδρα που κρεμιόταν από το σταυρό. Έσκυψε το κεφάλι του και έγειρε το σώμα του για να μπορέσει να δει τα μάτια αυτού του δυστυχισμένου ανθρώπου. Όμως δεν υπήρχε τίποτα απολύτως εκεί για να παρατηρήσει. Δεν υπήρχαν μάτια αλλά δυο μαύρες τρύπες, κενές και άδειες.

«Δεν έχεις μάτια» ψέλλισε.

«Κι όμως έχω μάτια απλά δεν μπορείς να τα δεις, γιατί ποτέ δεν προσπάθησες να δεις τα μάτια των άλλων ανθρώπων, γιατί ποτέ δεν προσπάθησες να μάθεις τι κρύβουν μέσα τους.»

Ο Αλέξανδρος ένιωσε κάτι να τρυπάει το κεφάλι του, έμοιαζε με τρυπάνι που το είχαν φυτέψει στο κεφάλι του και είδε, είδε μέσα από τα μάτια του άλλου άνδρα, γνώρισε τον πόνο και το μαρτύριό του.

Είδε έναν νέο άνδρα με όνειρα και ελπίδες για το μέλλον. Γνώρισε τη γυναίκα και τα παιδιά του, προχώρησε μέσα στο σπίτι του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Και μετά ήρθε ο πόλεμος, τον είδε να παίρνει το σπαθί του και να πολεμάει, να χτυπάει αλύπητα τον εχθρό, να κομματιάζει κάθε μορφή ζωής. Και γνώρισε και τον εαυτό του στο πεδίο της μάχης, είδε το μανιασμένο πρόσωπό του καθώς πολεμούσε, αλλά το κυριότερο γνώρισε το σπαθί του που καταδίκαζε τους ανθρώπους σε αιώνια βασανιστήρια. Τέλος….

Επανήλθε στην πραγματικότητα. Έκλαιγε με αναφιλητά. Σήκωσε το κεφάλι του να ζητήσει συγνώμη, να του πει πως ειλικρινά μετανιώνει που τον καταδίκασε σε τέτοια βασανιστήρια, να ζητήσει να πάρει αυτός τη θέση του, να προσπαθήσει να επανορθώσει. Όμως ο σταυρός δεν ήταν εκεί. Μπροστά του απλωνόταν ένα μεγάλο και καταπράσινο λιβάδι. Στεκόταν στο κατώφλι του παραδείσου. Γύρισε απότομα το κεφάλι πίσω και είδε το σκότος να απλώνεται. Δεν είχε παρά να περάσει την πόρτα που υπήρχε μπροστά του και όλα θα ήταν παρελθόν. Ο εφιάλτης θα τελείωνε εκεί.

Έκανε το μεγάλο άλμα και η πόρτα πίσω του έκλεισε. Βρισκόταν στη μέση του πιο πανέμορφου κήπου που είχε αντικρίσει ποτέ. Ήταν στην Εδέμ. Η ανθοφορία ήταν έντονη, ο ήλιος μεσουρανούσε λαμπρός και το μεθυστικό άρωμα της ατμόσφαιρας τον έκανε να ξεχάσει το σκότος που είχε μείνει πλέον μακριά πίσω του. Ακόμα και τα ρούχα του είχαν αλλάξει. Τώρα φορούσε ένα χακί παντελόνι, ένα άσπρο μπλουζάκι και μαύρες αρβύλες. Ένιωσε καθαρός όπως ο ουρανός μετά από δυνατή βροχή όταν ξεπροβάλλει ο ήλιος και η ατμόσφαιρα είναι πεντακάθαρη. Στο βάθος είδε μία μεγάλη κουκουναριά. Προχώρησε προς τα εκεί.

Το δέντρο ήταν πολύ ψηλό, πιο ψηλό από κάθε άλλο που είχε δει ποτέ του. Τα κλαδιά του ήταν γεμάτα με μεγάλα και καφετιά κουκουνάρια. Η κορυφή του έστεκε περήφανη και αλύγιστη, απρόσβλητη από τον άνεμο. Στη βάση του ήταν πεσμένοι πολλοί καρποί και ο κορμός του είχε ένα παχύ στρώμα από βρύα και λειχήνες που υποδείκνυε πόσο παλιό ήταν αυτό το δέντρο. Το πάχος του κορμού του στη βάση είχε πλάτος που ξεπερνούσε τα δύο μέτρα και τα κλαδιά του ήταν τόσα πολλά και τόσο μπλεγμένα μεταξύ τους που μετά βίας τα διαπερνούσαν κάποιες λιγοστές ακτίνες του ήλιου. Το δέντρο της γνώσης έστεκε περήφανο μπροστά του.

Παρατήρησε κάθε κλαδί ξεχωριστά. Υπήρχε κάτι παράξενο πάνω τους που αδυνατούσε να προσδιορίσει. Αυτό όμως ήταν το δέντρο της γνώσης και αποφάσισε να του αποκαλυφθεί. Κάθε ένα από τα κλαδιά του ήταν η διακλάδωση και η στρέβλωση του χωροχρόνου σε πολλά παράλληλα επίπεδα. Πάνω στους ρόζους καθρεφτιζόταν διαφορετικές παράλληλες ιστορίες στους ίδιους κόσμους, ίδιες παράλληλες ιστορίες σε διαφορετικούς παράλληλους κόσμους, πάνω σε αυτά τα χορταριασμένα και παμπάλαια κλαδιά υπήρχε αναπαράσταση όλης της δημιουργίας στις πολλές εναλλακτικές πραγματικότητες που μπορεί να εμφανιστεί. Και ήταν τόσες πολλές, σχεδόν άπειρες. Μόνο όταν το δέντρο θα σταματούσε να μεγαλώνει θα έπαυαν να αυξάνονται και αυτές.

Είδε και τον εαυτό του κάπου εκεί μέσα. Αναγνώρισε τα κόκκινα μάτια του, τη μανία του να σκοτώνει και αποτράβηξε το βλέμμα του. Δεν άντεχε άλλο τέτοιες εικόνες. Προτίμησε να κοιτάξει σε άλλο κλαδί, σε κάποιον πιο ειρηνικό κόσμο. Εστίασε την προσοχή σε έναν κόσμο που υπήρχαν μόνο παιδιά που παίζανε και γελάγανε ασταμάτητα. Χαμογέλασε και αυτός αυθόρμητα. Θα ήθελε να γυρνούσε στα παιδικά του χρόνια και να αρχίσει από την αρχή. Και τότε θα ακολουθούσε άλλο δρόμο.

Έσκυψε και πήρε έναν καρπό από κάτω και τον έτριψε στα χέρια του. Από μέσα βγήκανε οι σπόροι, αναπάντεχα φρέσκοι και ζωντανοί. Μυρίζανε έντονα, το άρωμα τους διείσδυσε στη ρινική του κοιλότητα και ταξίδεψε σε όλο το σώμα του δημιουργώντας ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του. Άφησε ασυναίσθητα τους σπόρους να πέσουν από τα χέρια του. Και εκεί που έπεσαν διάφορα άνθη ξεπετάχτηκαν απότομα, όλα όμορφα, όλα διαφορετικά μεταξύ τους. Είδε τουλίπες, κίτρινες και μαύρες, τριαντάφυλλα, κόκκινα και άσπρα, γαρίφαλα, ία, πετούνιες και άλλα πολλά. Μάζεψε από κάτω κουκουνάρια και άρχισε να μαζεύει με μανία τους σπόρους τους. Τους έβαζε στις τσέπες τους με σκοπό να τους χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή. Θα επανόρθωνε όσο μπορούσε για το κακό που είχε προκαλέσει.

Άνοιξε τα χέρια του στην έκταση και έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό. Απαλή βροχή άρχισε να πέφτει από τα σύννεφα που είχαν συγκεντρωθεί. Το νερό έπλυνε το πρόσωπό του, το σώμα του, την ψυχή του. Αφέθηκε εκεί με κλειστά τα μάτια, ένας θνητός μπροστά από το δέντρο της γνώσης…..

Βρισκόταν μέσα σε χαλάσματα όταν άνοιξε πάλι τα μάτια του. Ήταν μέσα στη δύνη του πολέμου. Ενός πολέμου διαφορετικού από αυτούς που είχε ζήσει ως τώρα. Βόμβες πέφτανε συνεχώς, εκρήξεις έφταναν στα αφτιά του από παντού. Άνθρωποι τρέχανε πανικόβλητοι να βρουν καταφύγιο, τραυματισμένοι ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια, μάνες κλαίγανε για τα παιδιά τους. Έλεγξε τις τσέπες του για τους πολύτιμους σπόρους και με έκπληξη είδε πως στη ζώνη του ήταν περασμένο το σκοτεινό σπαθί που τον συντρόφευε πάντα στον πόλεμο. Μία φωνή ήχησε σαν καμπάνα στο μυαλό του που τον παρότρυνε να πολεμήσει. Όμως για δεύτερη φορά αρνήθηκε. Γιατί αυτός, ο Αλέξανδρος, δε θα πολεμούσε σε αυτόν τον πόλεμο, δε θα σήκωνε το σπαθί του, θα βοηθούσε μόνο τους πληγωμένους.

Έτρεξε προς ένα τραυματισμένο που έκλαιγε από τον πόνο. Τα θραύσματα από τις βόμβες τον είχαν πληγώσει σχεδόν θανάσιμα, το σώμα του είχε μεγάλα εγκαύματα. Ο Αλέξανδρος αγανάκτησε, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, πώς να βοηθήσει. Το χέρι του κύλησε ανεπαίσθητα στην τσέπη και έβγαλε ένα σπόρο. Άνοιξε το στόμα του ανθρώπου που ήταν πεσμένος κάτω και έβαλε το σπόρο μέσα. Και τότε οι πληγές γιατρεύτηκαν και τα εγκαύματα εξαφανίστηκαν. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε, όμως δεν έμεινε εκεί. Γύρω του υπήρχαν πολλοί που ήθελαν γιατρειά. Τώρα δε δίσταζε. Έτρεχε όπου μπορούσε και γιάτρευε όποιον δυστυχισμένο έβρισκε μπροστά του. Και αυτό κράτησε μέχρι το σούρουπο, μέχρι που ήρθε η παύση των βομβαρδισμών. Αυτός όμως συνέχιζε μέχρι που να μην του έχουν μείνει άλλοι σπόροι. Και τότε, μόνο τότε ακούμπησε το κουρασμένο σώμα του σε έναν τοίχο για να ξεκουραστεί. Ήταν ευτυχισμένος.

Στο βάθος παρατήρησε ένα λόφο. Πίσω από το λόφο είχε ξεπροβάλει η σελήνη πλήρως γεμάτη. Του φάνηκε πως το φεγγάρι χαμογελούσε και ταυτόχρονα έκλαιγε. Και τα δάκρυά του ήταν ασημένια και γεμίζανε τον ουρανό σαν καταρράκτης. Και μερικές φορές αφήνανε σημάδια πάνω στο μαύρο θόλο, σημάδια φωτεινά σαν αστέρια.

Στην κορυφή του ήταν επιβλητικά χτισμένο ένα πέτρινο κτίριο. Όμως τώρα ήταν βομβαρδισμένο και δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν κάποιο σπίτι ή ένα δημόσιο κτίριο. Δεν είχε σημασία εξάλλου. Θα μπορούσαν να το επισκευάσουν στο μέλλον. Σημασία είχαν οι ανθρώπινες ζωές που δεν αναπληρώνονται. Μέσα από τα χαλάσματα κατάφερε να διακρίνει δύο μορφές που είχαν ξεπροβάλει. Τον χαιρετούσαν και αυτός ανταπέδωσε το χαιρετισμό.

Όταν βγήκανε στο φως της σελήνης, παρατήρησε την κορμοστασιά τους. Ήταν παιδιά από ότι μπορούσε να καταλάβει. Ίσως είχε σώσει τη ζωή τους, δε θυμόταν. Κι όμως είχαν κάτι γνωστό πάνω τους. Του θύμιζαν τα δικά του τα παιδιά. Με τη σκέψη αυτή πετάχτηκε από τη θέση του. Κοίταξε όσο καλύτερα του επέτρεπε η όρασή του. Δεν είχε αμφιβολία πλέον, ήταν οι γιοι του. Τους έκανε νόημα να κατέβουν αλλά εκείνα συνέχισαν να κουνούν απλά τα χεράκια τους. Έτρεξε αυτός προς τα κει με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει.

Ένας κεραυνός έπεσε στο λόφο και όλος ο τόπος σείστηκε. Μια φωνή ακούστηκε.

«Η τιμωρία είναι αναπόφευκτη, εσύ την προκάλεσες.»

«Όχι, όχι αυτό», ούρλιαξε…..

«Αλέξανδρε, ξύπνα αγάπη μου. Εφιάλτης είναι.»

Γύρισε το κεφάλι του και άνοιξε τα μάτια. Ο ιδρώτας τον έλουζε από την κορφή ως τα νύχια. Η Έλενα του χάιδευε απαλά τα μαλλιά. Στο κομοδίνο το ρολόι έγραφε τέσσερις και μισή. Δίπλα ήταν ένα βιβλίο, ‘Ανατομία του Πολέμου’ του Κόλμπι Σίνκλαιρ, και μια φωτογραφία των παιδιών του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε τις παντόφλες του.

«Τα παιδιά», είπε ασυναίσθητα και με αργά βήματα βγήκε από το δωμάτιο.

Έξω στο διάδρομο υπήρχε μία φωτογραφία με αυτόν και τους άλλους συναδέλφους του στρατού, τραβηγμένη στο Κόσσοβο όταν είχαν πάει σαν «ειρηνευτική» αποστολή. Στάθηκε στην αντικρινή πόρτα και όσο πιο σιγά μπορούσε γύρισε το χερούλι. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο των γιων του. Τα παιδιά κοιμόντουσαν ήρεμα στα κρεβατάκια τους. Παρατήρησε το δωμάτιο σαν να το έβλεπε πρώτη φορά. Τα αστέρια που φωσφορίζανε στο ταβάνι, τη ντουλάπα με τα ρούχα, το ψάθινο καλάθι με τα παιχνίδια, που κατά βάση ήταν πολεμικά, και τις πολύχρωμες κουρτίνες. Πλησίασε στα κρεβάτια, σκέπασε καλά τους γιους του, τους φίλησε στο μέτωπο και μετά βγήκε πάλι από το δωμάτιο.

«Να θυμηθώ να τους αγοράσω πιο ειρηνικά παιχνίδια», μονολόγησε και ξάπλωσε πάλι δίπλα στη γυναίκα του.

«Αλέξανδρε τα παιδιά είναι καλά, ηρέμησε. Είδες απλώς ένα όνειρο», του είπε όσο πιο τρυφερά μπορούσε και τον αγκάλιασε.

«Όνειρο;» μονολόγησε και σφάλισε τα μάτια του.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Οι μύθοι δεν λένε πάντα την αλήθεια

Ο Ζαμπούντα ήταν κόκκινος, όπως όλοι στη φυλή του έτσι και αλλιώς. Οι κεραίες του, μακριές και στητές, ξεπετάγονταν από το κεφάλι και ανιχνεύανε συνεχώς τον αέρα για δονήσεις, για μηνύματα φαγητού. Και αυτός περήφανος για αυτές, τις κρατούσε ψηλά για να ξεχωρίζει από τους άλλους. Για να είναι διαφορετικός.

Ο Ζαμπούντα ήταν γεννημένος εργάτης. Άνηκε στην εργατική τάξη. Η ύπαρξή του ήταν συνυφασμένη με το κουβάλημα τροφής στη φωλιά. Κάθε μέρα ξεκινούσε και περπατούσε μαζί με δεκάδες μυρμήγκια πάρα πολλά μέτρα και κουβαλούσε στις πλάτες του πολλές φορές το βάρος του για να τραφεί η φωλιά. Να τραφεί η βασίλισσα και τα χιλιάδες στόματα που αριθμούσε η φυλή.

Όμως ο Ζαμπούντα δεν ήθελε να μείνει εργάτης όλη τη ζωή του. Ήθελε να γίνει στρατιώτης. Να ανέβει βαθμίδα και να μην είναι αναγκασμένος να φορτώνεται βάρη όλη τη ζωή του. Να προσέχει τους άλλους, να πολεμάει για τη φυλή, να αποκτήσει δόξα. Και ίσως μια μέρα να έφτανε να τεκνοποιήσει τη βασίλισσα. Είχε όνειρα ο μικρός κόκκινος εργάτης, αλλά οι μέρες περνούσαν και παρότι ο Ζαμπούντα έβαζε τα δυνατά του κάθε μέρα για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, παρέμενε εργάτης. Έτσι μια μέρα πήγε στον υπεύθυνο της βάρδιάς του και στάθηκε μπροστά του, όρθωσε το ανάστημα του και είπε:

«Θέλω να γίνω και εγώ στρατιώτης όπως εσύ. Βαρέθηκα να κουβαλάω μία ολόκληρη ζωή.»

«Ναι αλλά είσαι εργάτης. Δε μπορείς να γίνεις στρατιώτης. Είναι η μοίρα σου να κουβαλάς. Γι’ αυτό είσαι γεννημένος», του απάντησε ο στρατιώτης.

«Δεν είναι έτσι. Έχω κουβαλήσει πολύ περισσότερο φαγητό από όσο θα φάω σε όλη τη ζωή μου. Έχω κάνει το χρέος μου. Θέλω να σταματήσω.»

«Μην λες αηδίες. Αν ζητήσουν όλοι οι εργάτες να σταματήσουν να κουβαλάνε η φυλή θα πεθάνει της πείνας.»

«Όχι δεν είναι έτσι. Μπορούμε να αλλάξουμε θέση και να κουβαλάτε οι στρατιώτες. Εσείς δεν έχετε χρέος προς τη φυλή;»

Ο στρατιώτης είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Η κόκκινη μουσούδα του ήταν έτοιμη να εκραγεί.

«Άκου να δεις. Δεν γίνονται αυτά που λες. Οι εργάτες είναι εργάτες και οι στρατιώτες στρατιώτες. Αν σταματήσετε να διακινείτε το φαγητό αυτή η κοινωνία θα παραλύσει. Στηρίζεται σε σας. Να είσαι περήφανος γι’ αυτό που είσαι. Φαντάζεσαι πως θα ήταν αν δεν υπήρχατε εσείς να υπηρετείτε πιστά το κοινό καλό;»

«Ωραία αφού είναι τόσο σημαντικό αυτό που κάνουμε γιατί δεν απολαμβάνουμε και εμείς τα προνόμια που έχετε εσείς; Και αφού είναι τόσο σημαντικό γιατί δεν το κάνεις εσύ και να πάρω εγώ τη θέση σου στην τεμπελιά; Έλα να δοξαστείς εσύ στη θέση μου. Εγώ βαρέθηκα τόση πολλή δόξα. Δεν θέλω άλλο.»

«Σταμάτα, θα με τρελάνεις. Δεν σκέφτεσαι την καλή μας τη βασίλισσα; Πως θα τραφεί; Αν συνεχίσεις να μιλάς έτσι θα αναγκαστώ να σε τιμωρήσω.»

Ο Ζαμπούντα όμως δεν είχε σκοπό να σταματήσει.
«Στο διάολο και η βασίλισσα. Να βγει να μαζέψει το φαγητό της μόνη της.»

Και έτσι ο Ζαμπούντα τιμωρήθηκε σκληρά για τα λόγια και την ανταρσία του. Γιατί κανένας από τους εργάτες δεν τον υποστήριξε. Και τον έστελναν όλο και σε πιο απομακρυσμένες αποστολές, πολλές φορές μόνο του. Αλλά από τύχη ή από κάποιο παιχνίδι της μοίρας γλίτωνε τους κινδύνους. Και μια μέρα γνώρισε ένα τζιτζίκι που λιαζόταν κάτω από τον ήλιο.

Το τζιτζίκι τον κοίταξε και χαμογέλασε.
«Έϊ μυρμήγκι τι κάνεις;»

«Κουβαλάω φαγητό για τη φυλή.»

«Πάντα η ίδια ιστορία έτσι; Δεν βαρέθηκες;»

«Βαρέθηκα, αλλά τουλάχιστον εγώ θα ζήσω το χειμώνα ενώ εσύ θα πεθάνεις.»

«Αλήθεια πιστεύεις πως αυτή είναι η διαφορά μεταξύ μας; Μην πιστεύεις στους μύθους μυρμήγκι, δεν λένε πάντα την αλήθεια. Η διαφορά είναι πως εγώ είμαι ελεύθερος να αποφασίσω αν θα ζήσω ή θα πεθάνω, ενώ εσύ δεν είσαι.»

Ο Ζαμπούντα κοντοστάθηκε λίγο και μετά χωρίς να πει τίποτα συνέχισε το δρόμο του. Όμως τα λόγια του τζίτζικα βούιζαν κάθε μέρα στα αυτιά του. Και έφτασε μία μέρα που η φυλή του δέχτηκε ξαφνικά επίθεση από εισβολείς. Ήταν μία μέρα που ο Ζαμπούντα ήταν απομακρυσμένος από όλους και έψαχνε φαγητό. Και είδε τους εχθρούς να πλησιάζουν και ενστικτωδώς άρχισε να τρέχει για να ειδοποιήσει τους άλλους. Και τότε έφτασε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Ο πρώτος δρόμος οδηγούσε προς τη φωλιά, ο δεύτερος προς τον τζίτζικα. Ο ένας προς τη σκλαβιά και την προστασία, ο άλλος προς την ελευθερία και την αβεβαιότητα.

Όμως ο Ζαμπούντα ήταν σίγουρος για την απόφασή, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. Και όπως περπατούσε στον δεύτερο δρόμο σκέφτηκε:

«Οι μύθοι δεν λένε πάντα την αλήθεια.»

Ανατομία Μουσικής

Έτος 2002, Άμστερνταμ Ολλανδία. Ώρα 20:30

Η φωτεινή ένδειξη, που υποδήλωνε την ύπαρξη ενός μπαρ, αναβόσβηνε σε τακτά χρονικά διαστήματα στη γωνία των οδών Νταμ και Βόρμπουργκ. Κάθε φορά ακουγόταν ένας υπόκωφος θόρυβος όπως κάνουν τα τριζόνια το καλοκαίρι και θα υπέθετε κάποιος πως τα λαμπιόνια παλεύανε να κρατηθούν ζωντανά και να μη βυθιστούν για πάντα στο σκοτάδι. Η επιγραφή Τζαζ Μουντ συνδυαζόταν υπέροχα με τους ήχους από σαξόφωνο μέσα από το μαγαζί. Απαλές νότες που δραπέτευαν από τη λεπτή τζαμαρία σαν τους δραπέτες φυλακών, νότες που απολάμβαναν την ελευθερία τους και ξεκίναγαν το ταξίδι τους για τα πέρατα του σύμπαντος.

Η μουσική ήταν πάντα η ζωογόνος δύναμη του ανθρώπου. Δεν δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο αλλά υπάρχει διάχυτη στη φύση. Η μουσική είναι η αρχή και το τέλος του κόσμου, ό,τι και αν γίνεται γύρω μας συνοδεύεται από ήχους, από νότες που είναι άλλοτε βίαιες και άλλοτε απαλές, από μελωδίες αρμονικές ή φάλτσες. Αν η όσφρηση είναι η πιο ανεπτυγμένη αίσθηση του ανθρώπου τότε η μουσική είναι το καράβι που σε ταξιδεύει στα όνειρα, είναι ο συνοδοιπόρος σου στα μαγικά ταξίδια του μυαλού, του έρωτα και όλων των υπόλοιπων μυστηριακών αισθήσεων.

Και πραγματικά η μουσική ήταν ο μοναδικός σύντροφος του τις τελευταίες μέρες. Μάλλον καλύτερα μουσική και ναρκωτικά. Εξάλλου στην Ολλανδία βρισκόταν και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, τουλάχιστον όχι γι’ αυτόν. Στην αρχή του άρεσε αυτή η ζωή, ήταν στον παράδεισο της πλήρους ατομικής ελευθερίας, σε ένα θέατρο παραλόγου, στη ζώνη της υποκρισίας. Μετά από τρεις μήνες τα είχε όλα βαρεθεί και η μόνη γεύση που του είχε μείνει ήταν αυτή του καπνού στο ξεραμένο στόμα του από τα τεράστια τσιγάρα που κάπνιζε με τις παραισθησιογόνες ουσίες.

Αριστοτέλης Παύλου, μουσικός εκ παραδρομής, βίτσιο του πατέρα του όταν ήταν πιτσιρικάς, και προς το παρόν σχεδόν άφραγκος. Ναι, αυτός ήταν, με μια μικρή δόση ταλέντου φυσικά. Αν κάποιος ήθελε να παραστήσει τη ζωή του σε έναν πίνακα ζωγραφικής, η Γκουέρνικα του Πικάσο θα του ταίριαζε άψογα. Σκέτη καταστροφή.

Γύρισε προς το μπαρ και παρήγγειλε ποτό. Βότκα Μαρτίνι, βαρύ μα ταυτόχρονα ευχάριστο, πικρό στην αρχή μα γλυκό στο τέλος, το τέλειο ποτό για μεθύσι. Βέβαια δεν είχε σκοπό να μεθύσει, αν μπορεί κανείς να ορίσει τον όρο μεθύσι στην Ολλανδία αφού όσο θυμόταν τον εαυτό του τις τελευταίες μέρες τον περιέβαλε μία μόνιμη θολούρα. Θολούρα στις σκέψεις του και αβεβαιότητα στις κινήσεις του ήταν σαφώς δύο στοιχεία που τον χαρακτήριζαν. Μεγάλη ιστορία, άρχισε να τα φέρνει όλα στο μυαλό του. Για όλα έφταιγε αυτό το καταραμένο βιβλίο και το στραβό του το κεφάλι όπως θα έλεγαν και κάποιοι γνωστοί του. Άναψε ένα μεγάλο τσιγάρο και παρατήρησε το περιβάλλον γύρω του.

Το μπαράκι ήταν σχετικά μικρό, όπως τα πολλά μικρά που υπάρχουν στο Άμστερνταμ, και πολύ ήσυχο. Οι δυο τρεις παρέες που υπήρχαν στα λιγοστά τραπέζια συνομιλούσαν σιγανά με τα μεγάλα τσιγάρα αναμμένα και τα τεράστια ποτήρια μπύρας μπροστά τους. Το μάτι του έπεσε πάνω στο τζουκ μποξ που έστεκε σκονισμένο στη γωνία. Ήταν αρκετά παλιό, όμως οι ήχοι του ήταν ακόμη καλοσυντηρημένοι. Αυτό κι αν είναι καινοτομία, σκέφτηκε, εν έτη 2001. Το παρατήρησε καλύτερα και προς στιγμήν ένιωσε να του μιλάει. Έμοιαζε πολύ με αυτό το μουσικό κουτί. Μήπως και αυτός σ’ όλη τη ζωή του μελωδίες δεν έβγαζε και τώρα ένοιωθε παρατημένος; Η ζωή του ήταν μία φάλτση νότα από μόνη της και ας είχε θεωρηθεί κάποτε μάγος του σαξοφώνου. Το τζουκ μποξ του χαμογέλασε.


«Άρη ήρθε ώρα να σηκωθείς», του ψιθύρισε μία απαλή φωνή στα αγγλικά, «έχω ετοιμάσει πρωινό».

«Λίγο ακόμη ρε μωρό μου, θέλω να κοιμηθώ άλλο λίγο», απάντησε με κλαψιάρικη φωνή.

Η Λίζα έσκυψε από πάνω του και τον φίλησε. Του χάιδεψε λίγο τα μαλλιά και αυτός άνοιξε τα μάτια. Ανταπέδωσε το φιλί και κοίταξε το ρολόι. Είχε πάει αργά, έπρεπε να σηκωθεί. Έφαγαν ένα ελαφρύ πρωινό και ήπιαν λίγο καφέ. Θα έπαιρναν όπως είχαν συμφωνήσει το απογευματινό πλοίο από Σκόπελο για Θεσσαλονίκη. Γύρισαν στα σοκάκια της πόλης και το απόγευμα επιβιβάστηκαν.

Το σχέδιο ήταν καλό. Θα ανακοίνωνε στους γονείς του ότι φεύγει για Ολλανδία και με το πρώτο αεροπλάνο θα πετούσαν για Άμστερνταμ. Θα δοκίμαζε την τύχη του ως μουσικός εκεί. Θα έπαιζε στα μπαράκια και θα διασκέδαζε με τη Λίζα.

Μαζί είχαν γνωριστεί στις διακοπές στο νησί. Τουρίστρια αυτή που είχε ξεμείνει στην Ελλάδα γιατί δεν τις έφταναν τα χρήματα να γυρίσει πίσω, και προς το παρόν σε αναζήτηση εργασίας. Αυτός καταπιεσμένος μουσικός που έψαχνε τρόπο να αποδιώξει την καθημερινότητα από πάνω του. Τελικά τα συμφωνήσανε. Ο Άρης θα συμπλήρωνε το ποσό που χρειαζόταν η Λίζα και αυτή θα τον φιλοξενούσε στο σπίτι της στο Άμστερνταμ.


Οι ήχοι του Μπίλι Κόμπαμ κουδούνισαν στα αυτιά του. Τι ήθελε και τα έφερε στο νου του τώρα; Θυμήθηκε τους μορφασμούς του πατέρα του όταν ανακοίνωσε την απόφασή του να φύγει για Ολλανδία. Ήταν σαν ταινία του Κωνσταντάρα στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο που ο ξεμωραμένος πενηντάρης είχε μείνει κάγκελο από αυτά που είχε ακούσει. Όσο για τη σκηνή της μητέρας του, λιποθυμία πρώτης τάξεως. Αναρωτιόταν πώς θα τον αντιμετώπιζαν αν γύριζε πίσω μετά από το μεγάλο φευγιό. Άνοιξε τον ταξιδιωτικό του σάκο και έβγαλε το βιβλίο που τον είχε συγκλονίσει τον τελευταίο καιρό.

Ανατομία της μουσικής του Κόλμπι Σίνκλαιρ. Ήταν ένα σύγγραμμα που συνέδεε τη φιλοσοφία με τη μουσική. Πίστευε ότι δεν το είχε κατανοήσει πλήρως, παρ’ όλ’ αυτά τον σαγήνευε σαν βιβλίο και ήταν γεγονός πως είχε φέρει μεγάλη ανακατωσούρα στο μυαλό του. Γύρισε στη σελίδα 43.

«Η μουσική αντικατοπτρίζει όλο τον εσωτερικό μας κόσμο. Όλα όσα δε μπορούμε να δούμε, να αγγίξουμε και να ακούσουμε, μπορούμε απλά να τα νοιώσουμε μέσα από μελωδίες και να τα ζήσουμε με κλειστά τα μάτια τόσο ζωντανά όπως στην πραγματικότητα. Όμως η μουσική είναι από μόνη της μια ξεχωριστή πραγματικότητα που ορίζεται από δικούς της κανόνες. Ο κόσμος της είναι ελεύθερος χωρίς περιοριστικά μέτρα και το σύμπαν της πολύχρωμο δίχως όρια. Αν οι άνθρωποι αντιδρούσαν σύμφωνα με τα μουσικά ερεθίσματα που τους κατακλύζουν καθημερινά, η ζωή τους θα ήταν σαν ένα ταξίδι πάνω σε ιπτάμενο χαλί που τα ρεύματα αέρα καθορίζουν τον προορισμό τους σε τυχαία κατανομή.»


«Προσοχή μην πέσεις και φας τα μούτρα σου», ήταν τα λόγια της όταν της είχε διαβάσει αυτό το απόσπασμα, «γιατί, μωρό μου, καλή η μουσική σου αλλά μου φαίνεται ότι πετάς στα σύννεφα και εκεί έχει σταματήσει να βρέχει μάννα από τότε που οι Εβραίοι πέρασαν την έρημο. Γι’ αυτό καλό θα ήταν να έβρισκες μια σταθερή δουλειά γιατί έχουμε μείνει άφραγκοι.»

Έτσι ξεκίνησε ο πρώτος τους καβγάς ενάμισι μήνα αφότου είχαν φτάσει στο Άμστερνταμ. Η αλήθεια είναι πως τα χρήματα που έβγαζαν περιστασιακά, είτε αυτός παίζοντας σε μπαράκια σαξόφωνο είτε αυτή δουλεύοντας σερβιτόρα δεν ήταν πολλά και η ζωή στο Άμστερνταμ αποδείχτηκε πολύ πιο ακριβή από όσο περίμενε. Όμως δεν είχε μάθει τίποτε άλλο στη ζωή του από το να παίζει σαξόφωνο και δεν ήταν διατεθειμένος να το πράξει στην τρίτη δεκαετία της ζωής του. Ήταν πλασμένος για τη μουσική και δεν θα την πρόδιδε έτσι εύκολα. Η Λίζα όμως αδυνατούσε να καταλάβει το σκεπτικό του και ξεκαθάρισε πως αν σε δεκαπέντε μέρες δεν έβρισκε δουλειά ας σηκωνόταν να φύγει.

«Δεν θα ταΐζω χαραμοφάηδες», του είπε και έτσι τελείωσε ο καυγάς τους. Ο εγωισμός του είχε πληγωθεί.


Το τζουκ μποξ του έκλεισε το μάτι. Το τραγούδι που ακολούθησε ήταν δυνατό και εύθυμο. Περιεργάστηκε το βιβλίο στα χέρια του. Το είχε αγοράσει από έναν πλανόδιο στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη. Όταν άρχισε να το διαβάζει κατάλαβε για πρώτη φορά στη ζωή του γιατί ένοιωθε τόσο καταπιεσμένος. Γύρισε στη σελίδα 65.

«Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στη μουσική σαν να είναι κτήμα τους. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως η μουσική τους περιβάλλει εξωτερικά και εσωτερικά. Η μουσική είναι αυτή που διαποτίζει την ψυχή μας με γάργαρο νερό όπως οι κρυστάλλινες πηγές του ψηλού βουνού χαϊδεύουν τις βουνοπλαγιές του και εξομαλύνουν τους απόκρημνους βράχους του. Πολλοί άνθρωποι παράγουν μουσική ενώ είναι ανίκανοι σχεδόν να ακούσουν τον ψίθυρο που συνοδεύει το πρωινό αεράκι. Το χειρότερο όμως είναι πως συμπεριφερόμαστε στη μουσική αυταρχικά και βάζουμε φραγμούς. Την περιορίζουμε μέσα σε στενούς κανόνες και δεν την αφήνουμε να απλωθεί όπως η καλοκαιρινή αύρα της όμορφες νύχτες του Αυγούστου όταν το φεγγάρι βρίσκεται στη γέμισή του και αγκαλιάζει όλη την πλάση με το ασημένιο του φως. Το ανθρώπινο μυαλό δυστυχώς είναι πολύ μικρό τις περισσότερες φορές και ό,τι δεν αντιλαμβάνεται το περιορίζει. Και αλήθεια πόσοι από εμάς μπορούν να κατανοήσουν την απλοϊκότητα της ροής που έχει μια μελωδία μέσα από την πολυπλοκότητα της δομής που έχει η μουσική;»

«Εγώ», μονολόγησε με θριαμβευτικό τόνο. Έξάλλου η αξία του μουσικά είχε αναγνωριστεί από ουκ ολίγους θαμώνες των διάφορων μπαρ που είχε εμφανιστεί και σίγουρα πολλοί από αυτούς είχαν συνεπαρθεί από τις μελωδίες του σαξοφώνου του. Θυμήθηκε ένα βράδυ πριν ένα μήνα περίπου σε ένα μαγαζάκι κοντά στην πλατεία Βατερλό.


«Καλησπέρα σας», η φωνή του Στεφάν ακούστηκε βραχνή από το μικρόφωνο που ορθωνόταν μπροστά του. Ο στριγκός ήχος που ακούστηκε από τα ηχεία της μικρής μουσικής εγκατάστασης έκανε τους περισσότερους πελάτες του χαμηλοτάβανου μαγαζιού να πεταχτούν απότομα από τις καρέκλες τους και να κλείσουν τα αυτιά τους. Ο ηχολήπτης χαμήλωσε με μια βίαιη κίνηση την ένταση του ήχου και έκανε νόημα στο Στεφάν να απομακρυνθεί λίγο από το μικρόφωνο.

«Καλησπέρα σας» είπε πάλι ο Στεφάν χωρίς ευτυχώς να υπάρχει κανένα παρατράγουδο αυτή τη φορά, «είμαστε η ‘φριμπαντ’ και σήμερα θα ερμηνεύσουμε μερικές διασκευές για εσάς από μερικά πολύ αγαπημένα μας τραγούδια», τελείωσε χαμογελώντας, ενώ ένα ελαφρύ χειροκρότημα από το κοινό ήρθε να ζεστάνει λίγο την κατάσταση.

Έτσι είχε ξεκινήσει το βράδυ, αν και όπως θυμόταν ο ίδιος ήταν κακόκεφος στην αρχή. Οι καυγάδες του με τη Λίζα είχαν ενταθεί τον τελευταίο καιρό και εκείνη τη μέρα δεν είχε εμφανιστεί ούτε για να δει τη ζωντανή εμφάνιση που είχανε και αυτό τον έκανε να νοιώθει πολύ ανήσυχος. Οι υπόλοιποι όμως του συγκροτήματος είχαν αρκετό κέφι και έτσι μετά από λίγο ξεχάστηκε και μπήκε στο ρυθμό της μουσικής.

Είχαν ξεκινήσει με μια διασκευή από το summer time και το σαξόφωνο του Άρη, όντας σε μεγάλη φόρμα, χόρευε απαλά πάνω στις μελωδίες και χάιδευε τις νότες όπως το ζεστό καλοκαιρινό αεράκι την καταγάλανη θάλασσα. Στη συνέχεια πολλά τραγούδια της rhythm & blues πήραν σειρά για να εκστασιάσουν το κοινό της χαμηλοτάβανης παμπ. Μετά από λίγο το κέφι είχε ανάψει, πολλοί ήταν αυτοί που τραγουδούσαν και χόρευαν, αλλά όχι όπως οι τρεις όμορφες καλλονές που ήταν μπροστά στο πρώτο τραπέζι. Και ο Άρης δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνα τα όμορφα γαλάζια μάτια που τον κοιτούσαν επίμονα καθ’ όλη τη διάρκεια της μικρής συναυλίας. Είχαν βάθος αυτά τα μάτια, ήταν απαλά, γλυκά, κάτι σου έλεγαν τέλος πάντων. Δεν ήταν μάτια βασανισμένα και κουρασμένα, αντίθετα εξέπεμπαν αθωότητα και ανεμελιά. Κάποτε ήταν και τα δικά του έτσι, αλλά τώρα ένιωθε κουρασμένος.

Όταν τελείωσαν, ο Στεφάν, που εκτός της μελωδικής φωνής του είχε και έναν ιδιαίτερο τρόπο να πλησιάζει τις γυναίκες, τράβηξε τον Άρη προς το μέρος τους.

«Όχι ρε συ, δεν έχω όρεξη, άσ’το καλύτερα», αρνήθηκε αυτός αλλά ο Στεφάν επέμενε.

«Μην είσαι μαλάκας, ρε. Η Λίζα ούτε καν εμφανίστηκε σήμερα. Ποιος ξέρει με ποιους θα γυρίζει.»

Ο Άρης στην αρχή σκέφτηκε να αντιδράσει αλλά μετά το μετάνιωσε, κατά βάθος ήξερε πως ο Στεφάν είχε δίκιο. Η Λίζα δεν ανταποκρινόταν στα συναισθήματά του τον τελευταίο καιρό και πλέον έμενε συχνά πυκνά μόνος του. Ούτε που ήξερε πού γυρνούσε και έτυχε μια φορά να κάνει δύο μέρες να την δει. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα του είχε εμφανίσει στο σπίτι έναν «φίλο» από τα παλιά με τον οποίο μαστουρώνανε τόσο πολύ που έχαναν κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

«Πολύ τζάνκι ο μαλάκας», συνήθιζε να λέει όταν μονολογούσε.

Μια φορά τα είχε συζητήσει με το Στεφάν και αυτός τον είχε συμβουλέψει να αρχίσει να ξεκόβει σιγά σιγά από τη Λίζα. Όμως κάτι τέτοιο φάνταζε πολύ δύσκολο. Πού θα πήγαινε να μείνει αν έφευγε από το σπίτι; Τα χρήματα που έβγαζε δεν έφταναν ούτε για τις ανάγκες του. Και μετά αν παρατούσε τη Λίζα τί λόγο είχε να μείνει στην Ολλανδία; Είχε έρθει εκεί για να περάσει μία όμορφη ζωή, αλλά τα πράγματα είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά από ότι περίμενε. Αν τελικά κατέληγε να ζει μία πιεσμένη ζωή όπως και στην Ελλάδα τότε καλύτερα να γύριζε πίσω. Κατά βάθος όμως δεν ήταν μόνο αυτά και το ήξερε. Ήταν πατημένος με τη Λίζα και αυτό τον πείραζε πάρα πολύ γιατί η Λίζα δεν ήταν πλέον ερωτευμένη μαζί του, αν υπήρξε δηλαδή ποτέ ερωτευμένη. Ένιωθε σαν ύφαλος σκεπασμένος από τη γαλάζια θάλασσα, πνιγμένος στη μέση του ωκεανού και ας του άρεσε πολύ η θάλασσα. Μόνο όταν έπαιζε με το σαξόφωνο ένιωθε ότι ανάσαινε και αυτό όμως κρατούσε πλέον λίγο, όπως όταν έχει τρικυμία και η κορυφή του υφάλου ξεπροβάλλει κάτω από τα κύματα όταν αυτά κάνουν κοιλιά, αλλά μία τρικυμία δεν κρατάει ποτέ πολύ. Και όμως ήταν πολύ τραγική η ειρωνεία να νιώθει ήρεμος μόνο μέσα σε τρικυμία. Με αυτές τις σκέψεις βρέθηκε ανάμεσα σε μία παρέα από τρεις γελαστές κοπέλες με το Στεφάν στη μέση να λέει αστεία.

Μετά από λίγο βρέθηκε να συζητάει περί ανέμων και υδάτων με μία από αυτές, την Κάλια. Δεν ήταν πολύ ψηλή αλλά είχε πολύ ωραίες αναλογίες, μακριά ξανθά μαλλιά και σε όλα αυτά έδενε υπέροχα το υπέροχο ζευγάρι γαλανά μάτια. Τυπική όμορφη ξανθιά δηλαδή μόνο που δεν εξέπεμπε κρυάδα όπως κάνουν συνήθως αυτού του είδους οι γυναίκες αλλά αντίθετα η ζεστή και μελωδική φωνή της με τα σπαστά αγγλικά τον έκανε να νιώθει πολύ όμορφα.

Σε λίγο άρχισαν να μιλάνε για μουσική και εκεί πήρε τα ηνία της συζήτησης για να αρχίσει έναν μακρύ μονόλογο που θα τραβούσε για πολλές ώρες αν το μαγαζί δεν έκλεινε. Όλη αυτή την ώρα η όμορφη Κάλια τον κοιτούσε επίμονα στα μάτια, πού και πού μόνο τον διέκοπτε για να ρωτήσει κάτι με φανερό ενδιαφέρον, ενθουσιασμένη από τις γνώσεις του. Ήταν και ο Στεφάν που τους διέκοπτε πού και πού δίνοντας τους το τσιγάρο που έκανε κύκλο και ή το τσιγάρο ήταν πολύ μεγάλο γιατί μέχρι να κλείσει το μαγαζί αυτό έκανε κύκλο ή κάπνισαν πολλά τσιγάρα εκείνο το βράδυ. Έτσι ζαλισμένοι όπως ήταν βρέθηκαν στο δρόμο μαζί και οι πέντε για να αποφασίσουν πού θα πάνε.

«Εγώ με τα κορίτσια θα πάμε στο σπίτι μου να αράξουμε και να ακούσουμε μουσική», είπε απότομα ο Στεφάν κοιτώντας τον Άρη και την Κάλια, «θα έρθετε ή θα πάτε κάπου αλλού;»

«Προτιμώ να περπατήσω, έχει πολύ ωραία νύχτα», απάντησε ο Άρης και η Κάλια ανταποκρίθηκε αμέσως:

«Καλά να περάσετε, εμείς θα πάμε βόλτα», είπε κοιτώντας με νόημα τις φίλες της.

Έτσι χώρισαν με τους άλλους και άρχισαν να περπατάνε δίπλα στα κανάλια του Άμστερνταμ. Εκείνος άφηνε την Κάλια να τον οδηγάει και παρασύρθηκε πάλι από την κουβέντα τους. Την άφησε να του μιλήσει για εκείνη και τη ζωή της. Ήταν από κάποια μικρή πόλη και στο Άμστερνταμ σπούδαζε. Οι γονείς της είχαν αρκετά χρήματα έτσι μπορούσε να διατηρεί σπίτι μόνη της χωρίς να χρειάζεται συγκάτοικο. Τελικά ο Άρης κατάλαβε πως η Κάλια ήταν μια νέα όμορφη κοπέλα από πλούσια οικογένεια που σπούδαζε και γλεντούσε χωρίς να έχει πολλές έγνοιες. Αυτά συγκράτησε, τα υπόλοιπα δεν τον ενδιέφεραν και ιδιαίτερα, αν και προσπαθούσε να μην το δείχνει. Κάποια στιγμή η Κάλια έκοψε το βήμα της και σταμάτησε μπροστά από μία πολυκατοικία.

«Εδώ μένω. Θες να ανέβεις για ένα τελευταίο τσιγάρο;» τον ρώτησε.

Εκείνος είχε γελάσει δυνατά αδυνατώντας να κρατηθεί. Η μικρή τα είχε σχεδιάσει όλα και αυτός δεν είχε καταλάβει τίποτα, χαμένος όπως ήταν στον κόσμο του και στην αθωότητα του. Ο έμπειρος και ταξιδεμένος μουσικός είχε πέσει θύμα αποπλάνησης μίας δευτεροετούς φοιτήτριας και την είχε ακολουθήσει σαν πρόβατο ως το σπίτι της. Και να που τώρα στέκονταν απέναντί του κοιτώντας τον αγέρωχα μέσα στα μάτια περιμένοντας να κάνει την κίνηση του.

«Προχώρα και σε ακολουθώ» της είπε και ανεβήκανε τις σκάλες του παλιομοδίτικου οικήματος.

Το διαμέρισμα ήταν ένα ζεστό δυάρι με άνετους χώρους. Τα έπιπλά του έδεναν αρμονικά μεταξύ τους και δημιουργούσαν ένα πολύ φιλικό περιβάλλον. Κάθισαν στο σαλονάκι που αντί για καναπέδες είχε μεγάλες πολύχρωμες μαξιλάρες που πλαισίωναν το κοντό δρύινο τραπέζι μπροστά από το τζάκι. Είχαν ανάψει το τσιγάρο και δρόσιζαν τα στόματά τους με μικρές γουλιές μπύρας ενώ τους συντρόφευαν οι μελωδίες των Portishead. Εκείνη τον είχε πλησιάσει βλέποντας ότι δεν πρόκειται να κάνει καμία κίνηση, αλλά εκείνος καθόταν μαζεμένος.

«Άρη, δε γουστάρεις; Μήπως φοβάσαι; Δεν έχω αρρώστιες ξέρεις.» τον ρώτησε αδυνατώντας να υπομένει άλλο την αναμονή.

Εκείνος είχε σαστίσει. Είχε μείνει αποσβολωμένος να την κοιτάει χωρίς να έχει τίποτα να πει και το κυριότερο χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ένιωθε σαν λυκειόπαιδο που γνώριζε για πρώτη φορά τον έρωτα και για πρώτη φορά και ίσως και για τελευταία στη ζωή του είχε ανάγκη τη μητρική αγκαλιά. Η ερώτηση και συνάμα η πρόκληση ήταν τόσο ευθεία και βγήκε τόσο όμορφα μέσα από τα χείλη της που δεν πίστευε στα αυτιά του. Είχε συνηθίσει να κυνηγάει για να αποκτήσει αυτά που ήθελε στη ζωή του και να που βρέθηκε μία εικοσάχρονη να θέλει να κατακτήσει τον ίδιο και μάλιστα με απίστευτο θράσος.

«Είμαι μπερδεμένος ξέρεις», είχε καταφέρει να ψελλίσει τελικά.

«Θα σε ξεμπερδέψω εγώ», του είχε πει και είχε κολλήσει τα χείλη της στα δικά του.


Η έντονη φωνή της Aretha Franklin τον ξύπνησε απότομα και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το πρώτο βράδυ του με την Κάλια ήταν εξαιρετικό τελικά και θα το θυμόταν πάντα. Θα έμενε στη θύμηση του σαν την πιο δυνατή μάχη τεστοστερόνης και οιστρογόνων που είχε ζήσει ποτέ. Η αδρεναλίνη ήταν στα ύψη όλο το βράδυ και είχε χάσει το μέτρημα από το πόσες φορές είχαν κάνει έρωτα. Έριξε άλλη μία κλεφτή ματιά στο τζουκ- μποξ και γύρισε στη σελίδα 83.

«Ακόμα και ο έρωτας δε θα ήταν αυτό που γνωρίζουμε και αγαπάμε αν δε συνοδευόταν από ήχους. Πώς θα ήταν άραγε η πράξη του έρωτα αν κάθε φορά που γινόταν επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή; Το πάθος έρχεται με τους ήχους που σε εξιτάρουν, με τα βογκητά και τα γλυκόλογα. Η μελωδία όλων αυτών των φάλτσων ήχων είναι τόσο γλυκιά στα αυτιά μας που το ερωτικό τραγούδι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συνουσίας οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού της γης. Ο έρωτας και η μουσική είναι δύο έννοιες που προχωράνε μαζί μέσα στο χρόνο και δεν πρόκειται να χωρίσουνε ποτέ.»

Και πόσο γλυκιά ήταν η φωνή της Κάλια όταν κάνανε έρωτα το ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Αλλά και αυτό τελικά τελείωσε γρήγορα, όπως όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν πάντα, αφήνοντας μόνο αναμνήσεις. Τις πρώτες φορές ήταν ειδυλλιακά, σχεδόν μαγικά, αλλά έπεσε πάλι στα ρηχά μετά από λίγο καιρό. Και αυτό γιατί τα γλυκόλογα έπαψαν σταδιακά, τα βογκητά έγιναν προσποιητά και ο κρυφός έρωτάς τους έγινε συνήθεια. Έτσι σταμάτησε να της τηλεφωνεί και εκείνη σταμάτησε να έρχεται στο μπαράκι και έτσι σαν να είχαν συμπράξει σε μία σιωπηλή συμφωνία δεν ξαναειδωθήκανε ποτέ και χωρίσανε χωρίς καν να χαιρετηθούν. Αυτό δεν τον πείραζε. Το αντίθετο μάλιστα, εξάλλου ποτέ δεν ήταν καλός στα λόγια. Και καθώς ο Miles Davis τον ταξίδευε γύρισε στη σελίδα 99.

«Ο γραπτός και ο προφορικός λόγος βοήθησαν τον άνθρωπο να εξελιχθεί και να προοδέψει. Και αυτός αναγνωρίζοντας την προσφορά του λόγου ως μέσο προόδου, τον εξέλιξε ώστε σταδιακά η δομή του λόγου, οι λέξεις και οι εκφράσεις να τελειοποιηθούν σε τέτοιο βαθμό που να καλύπτουν σχεδόν όλες τις καταστάσεις που μπορεί να ζήσει ένας μέσος άνθρωπος. Κι όμως ακόμα και στις μέρες μας υπάρχουν στιγμές που κάποιος δε μπορεί να εκφράσει αυτό που νιώθει με λόγια γιατί πολύ απλά αυτό το βαθύτερο συναίσθημα που ξεπηδάει από τα τρίσβαθα της ψυχής του αρνείται να εγκλωβισθεί σε μία απλή φράση. Αυτή η έλλειψη ώθησε τον άνθρωπο να ασχοληθεί με τη μουσική και να τη χρίσει σύντροφό του στις μοναχικές στιγμές του, στις χαρούμενες και στις άσχημες, στις γιορτές και στις μαζώξεις με τους άλλους ανθρώπους. Η κοινωνικότητά μας και το αίσθημα επιβίωσης μας ανάγκασε να δημιουργήσουμε τη γλώσσα και η αναζήτηση της ψυχής μας επέβαλε τη μουσική. Η μουσική…»

Πετάχτηκε απότομα πάνω καθώς ένα χέρι τον χτύπησε στην πλάτη. Η σερβιτόρα του χαμογέλασε απαλά. Την γνώριζε λίγο καιρό. Του ζήτησε να πληρώσει, το κατάστημα έκλεινε. Κοίταξε την ώρα στο ρολόι του, δώρο των γωνιών του όταν είχε κλείσει τα δεκαοχτώ. Δύο μετά τα μεσάνυχτα, ούτε είχε καταλάβει πως πέρασε η ώρα. Πλήρωσε και μάζεψε τα πράγματά του. Πέταξε το σάκο του στην πλάτη και στο αριστερό χέρι σήκωσε το σαξόφωνό του. Έξω το κρύο του έτσουξε λίγο τα κόκαλα. Τύλιξε καλά το παλτό του και άρχισε να περπατάει. Οι τελευταίες μέρες του είχαν επιφυλάξει εκπλήξεις. Ήταν καιρός να πάρει αποφάσεις.


«Πάρε αυτό και φύλαξέ το μέχρι να ξαναϊδωθούμε. Μην το ανοίξεις ποτέ μέχρι να ξαναβρεθούμε», του είχε πει και τον είχε φιλήσει με θέρμη που του θύμισε τις πρώτες μέρες στη Σκόπελο. Και μετά από αυτή την έκρηξη λατρείας του είχε κλείσει την πόρτα καταπρόσωπο.

Είχε κοιτάξει το μικρό σφραγισμένο κουτί πριν το βάλει στο σάκο του, ένα μαύρο πλαστικό χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο και μετά είχε γυρίσει την πλάτη του και προχώρησε προς την έξοδο του κτιρίου. Θα πήγαινε προς τον Στεφάν, έτσι και αλλιώς περνούσε πολλά βράδια εκεί το τελευταίο διάστημα.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως η Λίζα τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι περίπου μία εβδομάδα πριν από αυτό το περιστατικό. Τότε δεν ήταν καθόλου θερμή, αλλά φώναζε και έβριζε έξαλλη πως δεν θέλει να τον ξαναδεί στα ματιά της και του είχε ξανακλείσει την πόρτα στα μούτρα. Από τότε είχε καταφύγει στον Στεφάν.

«Καλά του έκανες», του είχε πει σε μία ειλικρινή ένδειξη φιλίας όταν του διηγήθηκε την ιστορία του διωγμού.

«Δε φτάνει που έχει φορτωθεί στο σπίτι, είχε και το θράσος να σου πει πως είναι καλή και στο κρεβάτι. Και πολύ επιεικής ήσουνα που του έριξες μόνο μία. Εγώ θα τον είχα σπάσει στο ξύλο.»

«Καλά όλα αυτά, αλλά εγώ νιώθω κενός», είχε απαντήσει.

«Εσύ και ο έρωτας σου. Όλα τα πράγματα έχουν όριο, ακόμα και ο έρωτας. Πρέπει να το ξεχάσεις και να προχωρήσεις. Αύριο θα πάω να πάρω τα πράγματά σου.»

«Όχι θα πάω εγώ μόλις ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα.»

«Όπως νομίζεις», απάντησε ο Στεφάν βγάζοντας έναν βαρύ αναστεναγμό και εκεί τελείωσε η συζήτηση.

Έτσι είχε περάσει μία μαύρη εβδομάδα μέσα στον αναστεναγμό και τη θλίψη. Μέχρι χθες βράδυ όταν αποφάσισε να πάει να πάρει τα πράγματά του.

Είχε προτιμήσει να χτυπήσει την πόρτα και να μην ανοίξει με το κλειδί του. Η Λίζα του είχε ανοίξει την πόρτα και φαινόταν αναστατωμένη. Τον άφησε να περάσει στο χωλ.

«Περίμενε εδώ», του είχε πει, «τα έχω μαζέψει τα πράγματά σου» και είχε μπει προς τα μέσα.

Από μέσα ακούγονταν ψίθυροι. Ο άλλος ήταν εκεί. Μετά από λίγο η Λίζα είχε ξεπροβάλλει κρατώντας το σάκο του και το μαύρο κουτί.

«Ξέρεις, αυτά που σου είπα τις προάλλες δεν τα εννοούσα. Απλά δεν είμαι καλά τον τελευταίο καιρό και…», κάπου εκεί δεν κατάφερε να αποτελειώσει τη φράση της και ξέσπασε σε λυγμούς.

Ο Άρης δεν είχε αντέξει, είχε σκύψει να την αγκαλιάσει και την φιλούσε απαλά στο μάγουλο λέγοντάς της ότι δεν πειράζει και ό,τι είναι θα το ξεπεράσουν μαζί. Μετά εκείνη σηκώθηκε απότομα, του έδωσε το κουτί και τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Βρέθηκε να περπατάει πάλι μόνος και μπερδεμένος όσο ποτέ άλλοτε.

Όταν γύρισε στον Στεφάν άνοιξε μία μπύρα να πιει και κάθισε στον παλιομοδίτικο καναπέ που βρισκόταν στο σαλόνι. Διηγήθηκε την ιστορία στο φίλο του με κάθε λεπτομέρεια περιμένοντας μία απάντηση, μία εξήγηση κοιτώντας τον Στεφάν σα να είναι ο Μεσσίας.

«Ξέρεις φοβάμαι πως η Λίζα έχει μπλέξει άσχημα. Ανακάλυψα για τον τύπο που τριγυρνάει μαζί της κάποιες πληροφορίες. Έχει κάνει φυλακή και τον συνδέουν με μια πρόσφατη ληστεία σε τράπεζα. Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα και απομακρύνθηκες.»

Το άκουσμα όμως αυτών των λέξεων είχε λειτουργήσει ανάποδα από ότι περίμενε ο Στεφάν. Δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι. Σε ελάχιστο χρόνο είχε βρεθεί στο δρόμο με προορισμό το σπίτι της. Θα την έπαιρνε από εκεί. Όμως η τύχη του είχε παίξει άσχημο παιχνίδι. Η αστυνομία είχε πάει πρώτη και μόλις που πρόλαβε να τους δει φευγαλέα καθώς τους έβαζαν στα περιπολικά.

Και καθώς προχωρούσε σκέφτηκε τα τελευταία λόγια του Στεφάν.

«Φύγε πίσω στην Ελλάδα για να ηρεμήσεις. Εξάλλου αν θέλει να σε βρει είναι εύκολο, το κινητό σου το έχει. Εγώ θα ήθελα να μείνεις, αλλά φοβάμαι πως είναι χειρότερο. Πήγαινε και αυτή αν θέλει θα σε βρει.»

Και έτσι βρέθηκε μπροστά στον σταθμό των τρένων. Πήρε το επόμενο με προορισμό το αεροδρόμιο και άνοιξε το σάκο του για να παρατηρήσει το κουτί. Ήθελε να το ανοίξει αλλά φοβόταν ότι μπορεί να τον κρατήσει στην Ολλανδία, γι’ αυτό το ξαναέβαλε μέσα. Θα το άνοιγε στην Ελλάδα.

Στα γκισέ των εισιτηρίων η πωλήτρια τον ρώτησε αν θέλει εισιτήριο με επιστροφή και εκεί χαμογέλασε πικρόχολα. Και όταν το αεροπλάνο πετούσε πάνω από το Άμστερνταμ ήξερε πως ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του έκλεινε. Και μόνο όταν το ταξί τον άφησε στην παραλία του Λευκού Πύργου αποφάσισε να ανοίξει το κουτί.

Το περιεχόμενο του ήταν περίπου πενήντα χιλιάδες ευρώ. Τα κλοπιμαία προφανώς.

«Πολύ απογοητευτικό, περίμενα κάτι ουσιώδες», μουρμούρισε και χαμογέλασε ξανά για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες.

«Μου φόρτωσες τα κλοπιμαία για να γλιτώσεις», μονολόγησε.

Σηκώθηκε και προχώρησε στην παραλία. Ένα ζευγάρι καθόταν σε ένα παγκάκι. Πήγε προς το μέρος τους και άφησε το κουτί δίπλα τους στο παγκάκι. Χωρίς να περιμένει να δει την αντίδρασή τους συνέχισε να προχωράει μέχρι που στάθηκε μπροστά στο απαλό κυματάκι για να δει την ανατολή του ήλιου. Και τότε χτύπησε το κινητό του.

«Άρη μωρό μου», ακούστηκε η φωνή της Λίζας στο βάθος.

Το γέλιο του ξέσπασε αυθόρμητα.

«Είναι η τρίτη φορά που με κάνεις και γελάω» της απάντησε και έκλεισε το κινητό.

«Και φαρμακερή», συμπλήρωσε και πέταξε το κινητό του στον Θερμαϊκό. Και εκεί μπροστά στον ήλιο που ανέβαινε γοργά στον ουρανό έπαιξε με το σαξόφωνό του τις πιο ωραίες μελωδίες που είχε παίξει ποτέ.

Ήταν ελεύθερος και για πρώτη φορά τόσο γεμάτος.

Μία Στιγμή, Μία Ζωή

Σηκώθηκες, πήγες για δουλειά, κουράστηκες, μπούχτισες, γύρισες το βράδυ στο σπίτι, έφαγες και κοιμήθηκες. Το πρωινό έρχεται γρήγορα, οι εικόνες που περιβάλλουν τον ονειρικό σου κόσμο τρέχουν σαν τρελές και καλπάζουν σαν καθαρόαιμα αραβικά σε μία έρημο ψάχνοντας απεγνωσμένα μία όαση.

Σηκώνεσαι κουρασμένος από ένα συνεχόμενο μπιπ που τρυπάει τα μηνίγγια σου, πίνεις καφέ, κάνεις ένα δύο τσιγάρα στο πόδι και πας για δουλειά, κουράζεσαι, μπουχτίζεις, γυρίζεις το βράδυ στο σπίτι, τρως και κοιμάσαι.

Ο Μορφέας δεν είναι καλός απέναντί σου και σε τρέχει στον ύπνο σου. Σηκώνεσαι πάλι αναμαλλιασμένος και παρακαλάς τουλάχιστον να μην τρέχεις στον ύπνο σου. Γιατί να μην μπορείς να σταματήσεις να σκέφτεσαι ακόμη και στον ύπνο σου; Είναι εύκολο. Αποφασίζεις να πάρεις μία ταινία για το DVD. Χαρούμενος πας για δουλειά, κουράζεσαι, μπουχτίζεις, γυρίζεις το βράδυ στο σπίτι, τρως, ανοίγεις το Home Cinema 7.1 Dolby Surround, που το είχες βρει ευκαιρία σε 64 δόσεις από το πολυκατάστημα της γειτονιάς. Η ταινία ξεκινάει αλλά όπως είσαι κουρασμένος δεν βλέπεις το τελείωμα, δεν πειράζει τα περισσότερα είναι ίδια.

Το πρωινό μπιπ από το ξυπνητήρι σε βρίσκει να αναρωτιέσαι πότε σε πήρε ο ύπνος. Μια ευφορία περιβάλλει όλο σου το είναι. Νίκησες τον Μορφέα. Δεν ονειρεύτηκες. Μπράβο κέρδισες τα όνειρά σου, είσαι πλέον κενός και μπορείς απερίσπαστος να κάνεις τη δουλειά σου.

Με το χαμόγελο στα χείλη, σταματάς στο περίπτερο για τσιγάρα, πας στη δουλειά, κουράζεσαι, μπουχτίζεις, γυρίζεις το βράδυ στο σπίτι, τρως και καθηλώνεσαι στην τηλεόραση. Τρομερή εφεύρεση τελικά.

Ξυπνάς από το μπιπ μποπ του ξυπνητηριού σου. Πότε άλλαξες τον ήχο δεν θυμάσαι. Αλλά ό άλλος σε είχε κουράσει γιατί ένα μπιπ μποπ είναι πάντα καλύτερο από ένα μπιπ. Πας να πλυθείς αλλά κάτι έχει αλλάξει πάνω σου. Πολύ πιτυρίδα μάλλον. Όχι λάθος. Τι είναι αυτό; Άσπρες τρίχες. Τι στο διάολο; Τι ημερομηνία έχουμε; Συμβουλεύεσαι το ημερολόγιό σου. Πότε πέρασαν τόσα χρόνια; Προσπαθείς να τα αθροίσεις αλλά δεν σου βγαίνουν. Κάτι έχεις χάσει. Μπορεί να σε είχαν απαγάγει εξωγήινοι. Ψάχνεις απεγνωσμένα για σημάδια που σου άφησε η απαγωγή αλλά μάταια.

Κάθεσαι κάτω και προσπαθείς να φέρεις εικόνες των προηγούμενων ετών στο νου σου. Αλλά δεν μπορείς. Έχεις νεκρώσει τα όνειρά σου και τις σκέψεις σου από καιρό. Ένα μπιπ ίσως. Ναι για το μπιπ είσαι σίγουρος.
Και τότε γίνεται. Εκείνη η στιγμή, το κλάσμα του δευτερολέπτου, εκείνο το τοσοδούλικο χρονικό διάστημα στο οποίο κάτι γίνεται και το μυαλό σου ξεκλειδώνεται, το απόρθητο χρηματοκιβώτιο των σκέψεων σου είναι ανοιχτό και μπορείς να δεις εικόνες του εαυτού σου. Εικόνες θολές, ασπρόμαυρες, νεκρές. Δεν μπορεί κάπου θα βρεις λίγο χρώμα. Ανακαλύπτεις μερικές ξεθωριασμένες, κάποιες λίγες στιγμές με φίλους καρδιακούς, με τη γυναίκα σου σε σκηνικά σουρεαλιστικά, στιγμές χαράς, στιγμές ανέμελες, στιγμές μαγικές. Πότε ήταν η τελευταία τέτοια που έζησες; Δεν θυμάσαι. Ξύνεις το κεφάλι σου νευρικά. Κάτι δεν πάει καλά.

Πας βαρύθυμα για δουλειά και σταματάς στο περίπτερο για τσιγάρα Ο περιπτεράς έχει αστείο κούρεμα. Χαμογελάς. Δεν το είχες προσέξει ποτέ. Κάτι έχει ξυπνήσει μέσα σου και αρχίζεις να ζεις τις μικρές στιγμές, όσο ασήμαντες και να είναι. Κάτι άλλαξε. Ποτέ δεν είναι αργά.

Η Πολυχρωμία Της Συνείδησης Και Το Ψάρεμα

Να έχεις καθαρή συνείδηση μας έλεγαν μια ζωή οι πιο μεγάλοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον. Και τι είναι η συνείδησή σου για να είναι καθαρή; Ο πάγκος της κουζίνας ή τα τζάμια του αυτοκινήτου σου; Γιατί αν είναι κάτι παρόμοιο να πάρω ένα πανί να την καθαρίσω στη στιγμή. Όπως έλεγε και ο μεγάλος Φίλιπ Ντικ παραλογισμοί της φαντασίας . Αλλά πάλι ο Ντικ ήταν τρελός. Πάμε από την αρχή γιατί μπερδεύτηκα.

Συνείδηση, λέξη σύνθετη από τη λέξη είδηση και το προσθετικό συν. Νομίζω δεν είμαι και Μπαμπινιώτης. Άρα με τα λίγα ελληνικά που ξέρουμε, σημαίνει πρόσθετη είδηση, πρόσθετη πληροφορία ίσως. Και που βρίσκεται; Γιατί το Άγιο Πνεύμα έχει να εμφανιστεί 2000 χρόνια. Μα στο μυαλό σου χαζέ. Είναι οι αποτυπωμένες μνήμες σου από τα βρεφικά σου χρόνια μέχρι σήμερα. Μπα και τι είναι αυτό που έχει αποτυπωθεί; Γενικές συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα ότι είναι καλό να βοηθάς έναν άνθρωπο που έχει ανάγκη. Είναι όλες οι ηθικές αξίες που βρίσκονται βαθιά μέσα σου, όπως σου έχουν μάθει από την οικογένειά σου και το σχολείο και….

Στοπ. Όταν κάποιος σου λέει να έχεις καθαρή συνείδηση λοιπόν εννοεί να ακολουθείς όλες τις καλές αξίες που έχεις μάθει για να μην έχεις τύψεις κ.λ.π. κ.λ.π. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι όλα όσα σου δίδαξε είναι σωστά και ότι αυτός επίσης ήταν σωστός και ντόμπρος άνθρωπος και ο πατέρας του το ίδιο και αυτού άλλο τόσο μέχρι και τον πρώτο Νεάτερνταλ πρόγονο σου που ήταν ο πρώτος ο οποίος είχε καταργήσει το τράβηγμα των μαλλιών της γυναίκας του. Χα και τότε γιατί η κοινωνία μας είναι έτσι;

Μην βιάζεσαι δικέ μου. Μπορεί να στα έμαθαν καλά αλλά εσύ να μην τα εφαρμόζεις όπως πρέπει.. Αυτό όμως είναι σαν να ρωτάμε αν έκανε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα. Δεν έχει σημασία ποιος έσπασε τον κρίκο στο γενεαλογικό δέντρο του καθενός αλλά ότι το δέντρο έχει γείρει. Και η κοινωνία μοιάζει με τον Τιτανικό λίγο πριν βουλιάξει. Και για ποια συνείδηση τότε συζητάμε;

«Λάθος κάνεις, υπάρχει συνείδηση» μου είπε ο Τάσος τις προάλλες.
«Ποια συνείδηση ρε Τάσο;»
«Υπάρχει που σου λέω. Απλά πρέπει να διαλέξεις χρώμα. Η δικιά μου είναι ροζ ας πούμε;»
«Τι ροζ μου τσαμπουνάς τώρα;»
«Ροζ είναι αυτό τον καιρό από τα κατοστάευρα.»
«Ντροπή ρε Τάσο. Μιλάμε σοβαρά. Το θέμα είναι ότι δεν έχουμε παιδεία. Πάνε να την διαλύσουν, δε θα μείνει τίποτα.»
«Αγόρι μου πάει καιρός που την έχουν διαλύσει, δεν τους έβλεπες πέρυσι που πήγαιναν όλοι για ψάρεμα;»
«Τι σχέση έχει αυτό τώρα;»
«Δεν είχε μείνει τίποτε άλλο να γαμήσουν.»

Το placebo και ο Σαμάνος

Καμιά φορά αναρωτιέμαι πως οι καταστάσεις καθορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη από το βαθύτερο και μικρότερο κομματάκι που κρύβεται στο ναυάγιο της ψυχής μας μέχρι το εξωτερικό περίβλημα μας που δεσπόζει κάθε πρωί κάτω από τις ακτίνες του ήλιου φορώντας ένα προσωπείο ευτυχίας μέσα από τα πρόζακ, τις διαφημίσεις , τη μανία καταδίωξης της επιτυχίας και την αυταρέσκεια που έχει στρογγυλοκαθίσει στο κεφάλι μας σαν μπούργκα και κρύβει το σάπιο χαμόγελό μας από τους αγοραστές μας για να μην φανεί ότι το προϊόν είναι σάπιο.

Κι όμως αυτές οι καταστάσεις υπήρχαν πάντα, υπάρχουν σήμερα και θα υπάρχουν και στο μέλλον. Τι είναι λοιπόν αυτό που έχει αλλάξει στις μέρες μας και ο άνθρωπος είναι τόσο αδύναμος να τις αντιμετωπίσει αντρίκεια, να σταθεί απέναντί τους να τις χλευάσει να τις προσπεράσει να τις νικήσει και να σταθεί στο φως αποφεύγοντας το σκοτάδι της ίδιας του της ψυχής; Μεγάλοι άνθρωποι της ιστορίας κατάφεραν να το πετύχουν, ήρωες ήρθαν και έφυγαν αλλά το όνομά τους έμεινε ανεξίτηλα γραμμένο στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Τι μας διαχωρίζει λοιπόν από τους παλιούς homo sapiens; Μήπως η ανθρώπινη φυλή έχει αλλάξει, μήπως πρέπει να ονομαστούμε χομο καταναλώτικους κομπιουτεράτους; Μήπως είμαστε άλλο είδος; Τέτοιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό στις 4 το πρωί.
Ίσως πάλι οι άνθρωποι να ήταν πάντα έτσι, ένας ιός που αναπτύσσεται γρήγορα και τρώει τα πάντα στο διάβα του μέχρι να φάει τον ίδιο τον εαυτό του, να καταρρακώσει το μυαλό του , τα όνειρα του , την ψυχή του μέσα από την τρέλα της κοινωνίας μας με τους απίστευτους ρυθμούς και τις απάνθρωπες συνθήκες.

Και όταν κάποιος δεν μπορεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς αυτούς, γιατί προτιμάει να είναι άνθρωπος από τους παλιούς, αυτούς που είχαν ψυχή, τότε έρχεται και φωλιάζει στο μυαλό η ιδέα της αποτυχίας μπολιασμένη καλά από την προπαγάνδα των ΜΜΕ και η κατάθλιψη καταλαμβάνει τη θέση της στο μυαλό, στρογγυλοκάθεται και σε κάθε κίνηση σε κάθε ενέργεια βαράει τα τύμπανα του πολέμου τόσο δυνατά που η ίδια η ύπαρξή μας γίνεται ανυπόφορη.

Και όμως τα παλιά χρόνια θα πηγαίναμε στο σαμάνο, θα χόρευε γύρω από τη φωτιά, θα μας έλεγε ότι η κατάρα του θεού του ελαφιού που μας είχε καταραστεί πέρασε και και αυτό ίσως σαν placebo αυτό θα μας έγιανε θα μας σήκωνε όρθιους και θα προχωρούσαμε. Πόσο χαζό πραγματικά είναι; Αφού σήμερα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι όλη αυτή η κατάσταση οφείλεται στις βιοχημικές αντιδράσεις που παίρνουν μέρος στον εγκέφαλό μας και δεν μας επιτρέπουνε να σκεφτούμε καθαρά. Γι αυτό και πάμε στον ψυχίατρο που σαν καλός μηχανικός θα μας δώσει το κατάλληλο φάρμακο για να νεκρώσουμε τα επαναστατικά κύτταρα που το προκαλούν όλο αυτό τον συφερτό των ακατονόμαστο σκέψεων. Και όταν και άλλα κύτταρα θα σηκώσουν κεφάλι και θα αρχίσουν και αυτά να διαμαρτύρονται τότε και άλλα φάρμακα θα βγουν και όλα θα κλειστούν σε μικρά κουτιά και θα κλειδαμπαρωθούν στο ντουλάπι του μυαλού μας και θα είμαστε ένα καλογυαλισμένο γρανάζι έτοιμο να χρησιμοποιηθεί στην καλολαδωμένη μηχανή της σύγχρονης κοινωνίας. Και τότε σαν φυτά θα μεγαλώσουμε και θα ανθίσουμε σε έναν όμορφο κήπο μπολιασμένοι από την απώλεια της πραγματικής μας ύπαρξης και θα χαμογελάμε αγνοώντας ότι έξω από τον κήπο υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος χρώμα και κίνηση.

Γι αυτό λοιπόν σήμερα τα ξημερώματα αποφάσισα να αποδώσω τα σέβη μου σε όλους εκείνους που αψήφησαν τον φόβο, όλους εκείνους τους μποέμ τύπους που γέλασαν με τη ζωή και έμαθαν από αυτή και αφού πεταχτώ μια βόλτα από τον τροπικό του καρκίνου θα ακούσω Floyd και θα κοιμηθώ. Ίσως αύριο το φως να με ξυπνήσει καλύτερο.