Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Ανατομία Μουσικής

Έτος 2002, Άμστερνταμ Ολλανδία. Ώρα 20:30

Η φωτεινή ένδειξη, που υποδήλωνε την ύπαρξη ενός μπαρ, αναβόσβηνε σε τακτά χρονικά διαστήματα στη γωνία των οδών Νταμ και Βόρμπουργκ. Κάθε φορά ακουγόταν ένας υπόκωφος θόρυβος όπως κάνουν τα τριζόνια το καλοκαίρι και θα υπέθετε κάποιος πως τα λαμπιόνια παλεύανε να κρατηθούν ζωντανά και να μη βυθιστούν για πάντα στο σκοτάδι. Η επιγραφή Τζαζ Μουντ συνδυαζόταν υπέροχα με τους ήχους από σαξόφωνο μέσα από το μαγαζί. Απαλές νότες που δραπέτευαν από τη λεπτή τζαμαρία σαν τους δραπέτες φυλακών, νότες που απολάμβαναν την ελευθερία τους και ξεκίναγαν το ταξίδι τους για τα πέρατα του σύμπαντος.

Η μουσική ήταν πάντα η ζωογόνος δύναμη του ανθρώπου. Δεν δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο αλλά υπάρχει διάχυτη στη φύση. Η μουσική είναι η αρχή και το τέλος του κόσμου, ό,τι και αν γίνεται γύρω μας συνοδεύεται από ήχους, από νότες που είναι άλλοτε βίαιες και άλλοτε απαλές, από μελωδίες αρμονικές ή φάλτσες. Αν η όσφρηση είναι η πιο ανεπτυγμένη αίσθηση του ανθρώπου τότε η μουσική είναι το καράβι που σε ταξιδεύει στα όνειρα, είναι ο συνοδοιπόρος σου στα μαγικά ταξίδια του μυαλού, του έρωτα και όλων των υπόλοιπων μυστηριακών αισθήσεων.

Και πραγματικά η μουσική ήταν ο μοναδικός σύντροφος του τις τελευταίες μέρες. Μάλλον καλύτερα μουσική και ναρκωτικά. Εξάλλου στην Ολλανδία βρισκόταν και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, τουλάχιστον όχι γι’ αυτόν. Στην αρχή του άρεσε αυτή η ζωή, ήταν στον παράδεισο της πλήρους ατομικής ελευθερίας, σε ένα θέατρο παραλόγου, στη ζώνη της υποκρισίας. Μετά από τρεις μήνες τα είχε όλα βαρεθεί και η μόνη γεύση που του είχε μείνει ήταν αυτή του καπνού στο ξεραμένο στόμα του από τα τεράστια τσιγάρα που κάπνιζε με τις παραισθησιογόνες ουσίες.

Αριστοτέλης Παύλου, μουσικός εκ παραδρομής, βίτσιο του πατέρα του όταν ήταν πιτσιρικάς, και προς το παρόν σχεδόν άφραγκος. Ναι, αυτός ήταν, με μια μικρή δόση ταλέντου φυσικά. Αν κάποιος ήθελε να παραστήσει τη ζωή του σε έναν πίνακα ζωγραφικής, η Γκουέρνικα του Πικάσο θα του ταίριαζε άψογα. Σκέτη καταστροφή.

Γύρισε προς το μπαρ και παρήγγειλε ποτό. Βότκα Μαρτίνι, βαρύ μα ταυτόχρονα ευχάριστο, πικρό στην αρχή μα γλυκό στο τέλος, το τέλειο ποτό για μεθύσι. Βέβαια δεν είχε σκοπό να μεθύσει, αν μπορεί κανείς να ορίσει τον όρο μεθύσι στην Ολλανδία αφού όσο θυμόταν τον εαυτό του τις τελευταίες μέρες τον περιέβαλε μία μόνιμη θολούρα. Θολούρα στις σκέψεις του και αβεβαιότητα στις κινήσεις του ήταν σαφώς δύο στοιχεία που τον χαρακτήριζαν. Μεγάλη ιστορία, άρχισε να τα φέρνει όλα στο μυαλό του. Για όλα έφταιγε αυτό το καταραμένο βιβλίο και το στραβό του το κεφάλι όπως θα έλεγαν και κάποιοι γνωστοί του. Άναψε ένα μεγάλο τσιγάρο και παρατήρησε το περιβάλλον γύρω του.

Το μπαράκι ήταν σχετικά μικρό, όπως τα πολλά μικρά που υπάρχουν στο Άμστερνταμ, και πολύ ήσυχο. Οι δυο τρεις παρέες που υπήρχαν στα λιγοστά τραπέζια συνομιλούσαν σιγανά με τα μεγάλα τσιγάρα αναμμένα και τα τεράστια ποτήρια μπύρας μπροστά τους. Το μάτι του έπεσε πάνω στο τζουκ μποξ που έστεκε σκονισμένο στη γωνία. Ήταν αρκετά παλιό, όμως οι ήχοι του ήταν ακόμη καλοσυντηρημένοι. Αυτό κι αν είναι καινοτομία, σκέφτηκε, εν έτη 2001. Το παρατήρησε καλύτερα και προς στιγμήν ένιωσε να του μιλάει. Έμοιαζε πολύ με αυτό το μουσικό κουτί. Μήπως και αυτός σ’ όλη τη ζωή του μελωδίες δεν έβγαζε και τώρα ένοιωθε παρατημένος; Η ζωή του ήταν μία φάλτση νότα από μόνη της και ας είχε θεωρηθεί κάποτε μάγος του σαξοφώνου. Το τζουκ μποξ του χαμογέλασε.


«Άρη ήρθε ώρα να σηκωθείς», του ψιθύρισε μία απαλή φωνή στα αγγλικά, «έχω ετοιμάσει πρωινό».

«Λίγο ακόμη ρε μωρό μου, θέλω να κοιμηθώ άλλο λίγο», απάντησε με κλαψιάρικη φωνή.

Η Λίζα έσκυψε από πάνω του και τον φίλησε. Του χάιδεψε λίγο τα μαλλιά και αυτός άνοιξε τα μάτια. Ανταπέδωσε το φιλί και κοίταξε το ρολόι. Είχε πάει αργά, έπρεπε να σηκωθεί. Έφαγαν ένα ελαφρύ πρωινό και ήπιαν λίγο καφέ. Θα έπαιρναν όπως είχαν συμφωνήσει το απογευματινό πλοίο από Σκόπελο για Θεσσαλονίκη. Γύρισαν στα σοκάκια της πόλης και το απόγευμα επιβιβάστηκαν.

Το σχέδιο ήταν καλό. Θα ανακοίνωνε στους γονείς του ότι φεύγει για Ολλανδία και με το πρώτο αεροπλάνο θα πετούσαν για Άμστερνταμ. Θα δοκίμαζε την τύχη του ως μουσικός εκεί. Θα έπαιζε στα μπαράκια και θα διασκέδαζε με τη Λίζα.

Μαζί είχαν γνωριστεί στις διακοπές στο νησί. Τουρίστρια αυτή που είχε ξεμείνει στην Ελλάδα γιατί δεν τις έφταναν τα χρήματα να γυρίσει πίσω, και προς το παρόν σε αναζήτηση εργασίας. Αυτός καταπιεσμένος μουσικός που έψαχνε τρόπο να αποδιώξει την καθημερινότητα από πάνω του. Τελικά τα συμφωνήσανε. Ο Άρης θα συμπλήρωνε το ποσό που χρειαζόταν η Λίζα και αυτή θα τον φιλοξενούσε στο σπίτι της στο Άμστερνταμ.


Οι ήχοι του Μπίλι Κόμπαμ κουδούνισαν στα αυτιά του. Τι ήθελε και τα έφερε στο νου του τώρα; Θυμήθηκε τους μορφασμούς του πατέρα του όταν ανακοίνωσε την απόφασή του να φύγει για Ολλανδία. Ήταν σαν ταινία του Κωνσταντάρα στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο που ο ξεμωραμένος πενηντάρης είχε μείνει κάγκελο από αυτά που είχε ακούσει. Όσο για τη σκηνή της μητέρας του, λιποθυμία πρώτης τάξεως. Αναρωτιόταν πώς θα τον αντιμετώπιζαν αν γύριζε πίσω μετά από το μεγάλο φευγιό. Άνοιξε τον ταξιδιωτικό του σάκο και έβγαλε το βιβλίο που τον είχε συγκλονίσει τον τελευταίο καιρό.

Ανατομία της μουσικής του Κόλμπι Σίνκλαιρ. Ήταν ένα σύγγραμμα που συνέδεε τη φιλοσοφία με τη μουσική. Πίστευε ότι δεν το είχε κατανοήσει πλήρως, παρ’ όλ’ αυτά τον σαγήνευε σαν βιβλίο και ήταν γεγονός πως είχε φέρει μεγάλη ανακατωσούρα στο μυαλό του. Γύρισε στη σελίδα 43.

«Η μουσική αντικατοπτρίζει όλο τον εσωτερικό μας κόσμο. Όλα όσα δε μπορούμε να δούμε, να αγγίξουμε και να ακούσουμε, μπορούμε απλά να τα νοιώσουμε μέσα από μελωδίες και να τα ζήσουμε με κλειστά τα μάτια τόσο ζωντανά όπως στην πραγματικότητα. Όμως η μουσική είναι από μόνη της μια ξεχωριστή πραγματικότητα που ορίζεται από δικούς της κανόνες. Ο κόσμος της είναι ελεύθερος χωρίς περιοριστικά μέτρα και το σύμπαν της πολύχρωμο δίχως όρια. Αν οι άνθρωποι αντιδρούσαν σύμφωνα με τα μουσικά ερεθίσματα που τους κατακλύζουν καθημερινά, η ζωή τους θα ήταν σαν ένα ταξίδι πάνω σε ιπτάμενο χαλί που τα ρεύματα αέρα καθορίζουν τον προορισμό τους σε τυχαία κατανομή.»


«Προσοχή μην πέσεις και φας τα μούτρα σου», ήταν τα λόγια της όταν της είχε διαβάσει αυτό το απόσπασμα, «γιατί, μωρό μου, καλή η μουσική σου αλλά μου φαίνεται ότι πετάς στα σύννεφα και εκεί έχει σταματήσει να βρέχει μάννα από τότε που οι Εβραίοι πέρασαν την έρημο. Γι’ αυτό καλό θα ήταν να έβρισκες μια σταθερή δουλειά γιατί έχουμε μείνει άφραγκοι.»

Έτσι ξεκίνησε ο πρώτος τους καβγάς ενάμισι μήνα αφότου είχαν φτάσει στο Άμστερνταμ. Η αλήθεια είναι πως τα χρήματα που έβγαζαν περιστασιακά, είτε αυτός παίζοντας σε μπαράκια σαξόφωνο είτε αυτή δουλεύοντας σερβιτόρα δεν ήταν πολλά και η ζωή στο Άμστερνταμ αποδείχτηκε πολύ πιο ακριβή από όσο περίμενε. Όμως δεν είχε μάθει τίποτε άλλο στη ζωή του από το να παίζει σαξόφωνο και δεν ήταν διατεθειμένος να το πράξει στην τρίτη δεκαετία της ζωής του. Ήταν πλασμένος για τη μουσική και δεν θα την πρόδιδε έτσι εύκολα. Η Λίζα όμως αδυνατούσε να καταλάβει το σκεπτικό του και ξεκαθάρισε πως αν σε δεκαπέντε μέρες δεν έβρισκε δουλειά ας σηκωνόταν να φύγει.

«Δεν θα ταΐζω χαραμοφάηδες», του είπε και έτσι τελείωσε ο καυγάς τους. Ο εγωισμός του είχε πληγωθεί.


Το τζουκ μποξ του έκλεισε το μάτι. Το τραγούδι που ακολούθησε ήταν δυνατό και εύθυμο. Περιεργάστηκε το βιβλίο στα χέρια του. Το είχε αγοράσει από έναν πλανόδιο στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη. Όταν άρχισε να το διαβάζει κατάλαβε για πρώτη φορά στη ζωή του γιατί ένοιωθε τόσο καταπιεσμένος. Γύρισε στη σελίδα 65.

«Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στη μουσική σαν να είναι κτήμα τους. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως η μουσική τους περιβάλλει εξωτερικά και εσωτερικά. Η μουσική είναι αυτή που διαποτίζει την ψυχή μας με γάργαρο νερό όπως οι κρυστάλλινες πηγές του ψηλού βουνού χαϊδεύουν τις βουνοπλαγιές του και εξομαλύνουν τους απόκρημνους βράχους του. Πολλοί άνθρωποι παράγουν μουσική ενώ είναι ανίκανοι σχεδόν να ακούσουν τον ψίθυρο που συνοδεύει το πρωινό αεράκι. Το χειρότερο όμως είναι πως συμπεριφερόμαστε στη μουσική αυταρχικά και βάζουμε φραγμούς. Την περιορίζουμε μέσα σε στενούς κανόνες και δεν την αφήνουμε να απλωθεί όπως η καλοκαιρινή αύρα της όμορφες νύχτες του Αυγούστου όταν το φεγγάρι βρίσκεται στη γέμισή του και αγκαλιάζει όλη την πλάση με το ασημένιο του φως. Το ανθρώπινο μυαλό δυστυχώς είναι πολύ μικρό τις περισσότερες φορές και ό,τι δεν αντιλαμβάνεται το περιορίζει. Και αλήθεια πόσοι από εμάς μπορούν να κατανοήσουν την απλοϊκότητα της ροής που έχει μια μελωδία μέσα από την πολυπλοκότητα της δομής που έχει η μουσική;»

«Εγώ», μονολόγησε με θριαμβευτικό τόνο. Έξάλλου η αξία του μουσικά είχε αναγνωριστεί από ουκ ολίγους θαμώνες των διάφορων μπαρ που είχε εμφανιστεί και σίγουρα πολλοί από αυτούς είχαν συνεπαρθεί από τις μελωδίες του σαξοφώνου του. Θυμήθηκε ένα βράδυ πριν ένα μήνα περίπου σε ένα μαγαζάκι κοντά στην πλατεία Βατερλό.


«Καλησπέρα σας», η φωνή του Στεφάν ακούστηκε βραχνή από το μικρόφωνο που ορθωνόταν μπροστά του. Ο στριγκός ήχος που ακούστηκε από τα ηχεία της μικρής μουσικής εγκατάστασης έκανε τους περισσότερους πελάτες του χαμηλοτάβανου μαγαζιού να πεταχτούν απότομα από τις καρέκλες τους και να κλείσουν τα αυτιά τους. Ο ηχολήπτης χαμήλωσε με μια βίαιη κίνηση την ένταση του ήχου και έκανε νόημα στο Στεφάν να απομακρυνθεί λίγο από το μικρόφωνο.

«Καλησπέρα σας» είπε πάλι ο Στεφάν χωρίς ευτυχώς να υπάρχει κανένα παρατράγουδο αυτή τη φορά, «είμαστε η ‘φριμπαντ’ και σήμερα θα ερμηνεύσουμε μερικές διασκευές για εσάς από μερικά πολύ αγαπημένα μας τραγούδια», τελείωσε χαμογελώντας, ενώ ένα ελαφρύ χειροκρότημα από το κοινό ήρθε να ζεστάνει λίγο την κατάσταση.

Έτσι είχε ξεκινήσει το βράδυ, αν και όπως θυμόταν ο ίδιος ήταν κακόκεφος στην αρχή. Οι καυγάδες του με τη Λίζα είχαν ενταθεί τον τελευταίο καιρό και εκείνη τη μέρα δεν είχε εμφανιστεί ούτε για να δει τη ζωντανή εμφάνιση που είχανε και αυτό τον έκανε να νοιώθει πολύ ανήσυχος. Οι υπόλοιποι όμως του συγκροτήματος είχαν αρκετό κέφι και έτσι μετά από λίγο ξεχάστηκε και μπήκε στο ρυθμό της μουσικής.

Είχαν ξεκινήσει με μια διασκευή από το summer time και το σαξόφωνο του Άρη, όντας σε μεγάλη φόρμα, χόρευε απαλά πάνω στις μελωδίες και χάιδευε τις νότες όπως το ζεστό καλοκαιρινό αεράκι την καταγάλανη θάλασσα. Στη συνέχεια πολλά τραγούδια της rhythm & blues πήραν σειρά για να εκστασιάσουν το κοινό της χαμηλοτάβανης παμπ. Μετά από λίγο το κέφι είχε ανάψει, πολλοί ήταν αυτοί που τραγουδούσαν και χόρευαν, αλλά όχι όπως οι τρεις όμορφες καλλονές που ήταν μπροστά στο πρώτο τραπέζι. Και ο Άρης δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνα τα όμορφα γαλάζια μάτια που τον κοιτούσαν επίμονα καθ’ όλη τη διάρκεια της μικρής συναυλίας. Είχαν βάθος αυτά τα μάτια, ήταν απαλά, γλυκά, κάτι σου έλεγαν τέλος πάντων. Δεν ήταν μάτια βασανισμένα και κουρασμένα, αντίθετα εξέπεμπαν αθωότητα και ανεμελιά. Κάποτε ήταν και τα δικά του έτσι, αλλά τώρα ένιωθε κουρασμένος.

Όταν τελείωσαν, ο Στεφάν, που εκτός της μελωδικής φωνής του είχε και έναν ιδιαίτερο τρόπο να πλησιάζει τις γυναίκες, τράβηξε τον Άρη προς το μέρος τους.

«Όχι ρε συ, δεν έχω όρεξη, άσ’το καλύτερα», αρνήθηκε αυτός αλλά ο Στεφάν επέμενε.

«Μην είσαι μαλάκας, ρε. Η Λίζα ούτε καν εμφανίστηκε σήμερα. Ποιος ξέρει με ποιους θα γυρίζει.»

Ο Άρης στην αρχή σκέφτηκε να αντιδράσει αλλά μετά το μετάνιωσε, κατά βάθος ήξερε πως ο Στεφάν είχε δίκιο. Η Λίζα δεν ανταποκρινόταν στα συναισθήματά του τον τελευταίο καιρό και πλέον έμενε συχνά πυκνά μόνος του. Ούτε που ήξερε πού γυρνούσε και έτυχε μια φορά να κάνει δύο μέρες να την δει. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα του είχε εμφανίσει στο σπίτι έναν «φίλο» από τα παλιά με τον οποίο μαστουρώνανε τόσο πολύ που έχαναν κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

«Πολύ τζάνκι ο μαλάκας», συνήθιζε να λέει όταν μονολογούσε.

Μια φορά τα είχε συζητήσει με το Στεφάν και αυτός τον είχε συμβουλέψει να αρχίσει να ξεκόβει σιγά σιγά από τη Λίζα. Όμως κάτι τέτοιο φάνταζε πολύ δύσκολο. Πού θα πήγαινε να μείνει αν έφευγε από το σπίτι; Τα χρήματα που έβγαζε δεν έφταναν ούτε για τις ανάγκες του. Και μετά αν παρατούσε τη Λίζα τί λόγο είχε να μείνει στην Ολλανδία; Είχε έρθει εκεί για να περάσει μία όμορφη ζωή, αλλά τα πράγματα είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά από ότι περίμενε. Αν τελικά κατέληγε να ζει μία πιεσμένη ζωή όπως και στην Ελλάδα τότε καλύτερα να γύριζε πίσω. Κατά βάθος όμως δεν ήταν μόνο αυτά και το ήξερε. Ήταν πατημένος με τη Λίζα και αυτό τον πείραζε πάρα πολύ γιατί η Λίζα δεν ήταν πλέον ερωτευμένη μαζί του, αν υπήρξε δηλαδή ποτέ ερωτευμένη. Ένιωθε σαν ύφαλος σκεπασμένος από τη γαλάζια θάλασσα, πνιγμένος στη μέση του ωκεανού και ας του άρεσε πολύ η θάλασσα. Μόνο όταν έπαιζε με το σαξόφωνο ένιωθε ότι ανάσαινε και αυτό όμως κρατούσε πλέον λίγο, όπως όταν έχει τρικυμία και η κορυφή του υφάλου ξεπροβάλλει κάτω από τα κύματα όταν αυτά κάνουν κοιλιά, αλλά μία τρικυμία δεν κρατάει ποτέ πολύ. Και όμως ήταν πολύ τραγική η ειρωνεία να νιώθει ήρεμος μόνο μέσα σε τρικυμία. Με αυτές τις σκέψεις βρέθηκε ανάμεσα σε μία παρέα από τρεις γελαστές κοπέλες με το Στεφάν στη μέση να λέει αστεία.

Μετά από λίγο βρέθηκε να συζητάει περί ανέμων και υδάτων με μία από αυτές, την Κάλια. Δεν ήταν πολύ ψηλή αλλά είχε πολύ ωραίες αναλογίες, μακριά ξανθά μαλλιά και σε όλα αυτά έδενε υπέροχα το υπέροχο ζευγάρι γαλανά μάτια. Τυπική όμορφη ξανθιά δηλαδή μόνο που δεν εξέπεμπε κρυάδα όπως κάνουν συνήθως αυτού του είδους οι γυναίκες αλλά αντίθετα η ζεστή και μελωδική φωνή της με τα σπαστά αγγλικά τον έκανε να νιώθει πολύ όμορφα.

Σε λίγο άρχισαν να μιλάνε για μουσική και εκεί πήρε τα ηνία της συζήτησης για να αρχίσει έναν μακρύ μονόλογο που θα τραβούσε για πολλές ώρες αν το μαγαζί δεν έκλεινε. Όλη αυτή την ώρα η όμορφη Κάλια τον κοιτούσε επίμονα στα μάτια, πού και πού μόνο τον διέκοπτε για να ρωτήσει κάτι με φανερό ενδιαφέρον, ενθουσιασμένη από τις γνώσεις του. Ήταν και ο Στεφάν που τους διέκοπτε πού και πού δίνοντας τους το τσιγάρο που έκανε κύκλο και ή το τσιγάρο ήταν πολύ μεγάλο γιατί μέχρι να κλείσει το μαγαζί αυτό έκανε κύκλο ή κάπνισαν πολλά τσιγάρα εκείνο το βράδυ. Έτσι ζαλισμένοι όπως ήταν βρέθηκαν στο δρόμο μαζί και οι πέντε για να αποφασίσουν πού θα πάνε.

«Εγώ με τα κορίτσια θα πάμε στο σπίτι μου να αράξουμε και να ακούσουμε μουσική», είπε απότομα ο Στεφάν κοιτώντας τον Άρη και την Κάλια, «θα έρθετε ή θα πάτε κάπου αλλού;»

«Προτιμώ να περπατήσω, έχει πολύ ωραία νύχτα», απάντησε ο Άρης και η Κάλια ανταποκρίθηκε αμέσως:

«Καλά να περάσετε, εμείς θα πάμε βόλτα», είπε κοιτώντας με νόημα τις φίλες της.

Έτσι χώρισαν με τους άλλους και άρχισαν να περπατάνε δίπλα στα κανάλια του Άμστερνταμ. Εκείνος άφηνε την Κάλια να τον οδηγάει και παρασύρθηκε πάλι από την κουβέντα τους. Την άφησε να του μιλήσει για εκείνη και τη ζωή της. Ήταν από κάποια μικρή πόλη και στο Άμστερνταμ σπούδαζε. Οι γονείς της είχαν αρκετά χρήματα έτσι μπορούσε να διατηρεί σπίτι μόνη της χωρίς να χρειάζεται συγκάτοικο. Τελικά ο Άρης κατάλαβε πως η Κάλια ήταν μια νέα όμορφη κοπέλα από πλούσια οικογένεια που σπούδαζε και γλεντούσε χωρίς να έχει πολλές έγνοιες. Αυτά συγκράτησε, τα υπόλοιπα δεν τον ενδιέφεραν και ιδιαίτερα, αν και προσπαθούσε να μην το δείχνει. Κάποια στιγμή η Κάλια έκοψε το βήμα της και σταμάτησε μπροστά από μία πολυκατοικία.

«Εδώ μένω. Θες να ανέβεις για ένα τελευταίο τσιγάρο;» τον ρώτησε.

Εκείνος είχε γελάσει δυνατά αδυνατώντας να κρατηθεί. Η μικρή τα είχε σχεδιάσει όλα και αυτός δεν είχε καταλάβει τίποτα, χαμένος όπως ήταν στον κόσμο του και στην αθωότητα του. Ο έμπειρος και ταξιδεμένος μουσικός είχε πέσει θύμα αποπλάνησης μίας δευτεροετούς φοιτήτριας και την είχε ακολουθήσει σαν πρόβατο ως το σπίτι της. Και να που τώρα στέκονταν απέναντί του κοιτώντας τον αγέρωχα μέσα στα μάτια περιμένοντας να κάνει την κίνηση του.

«Προχώρα και σε ακολουθώ» της είπε και ανεβήκανε τις σκάλες του παλιομοδίτικου οικήματος.

Το διαμέρισμα ήταν ένα ζεστό δυάρι με άνετους χώρους. Τα έπιπλά του έδεναν αρμονικά μεταξύ τους και δημιουργούσαν ένα πολύ φιλικό περιβάλλον. Κάθισαν στο σαλονάκι που αντί για καναπέδες είχε μεγάλες πολύχρωμες μαξιλάρες που πλαισίωναν το κοντό δρύινο τραπέζι μπροστά από το τζάκι. Είχαν ανάψει το τσιγάρο και δρόσιζαν τα στόματά τους με μικρές γουλιές μπύρας ενώ τους συντρόφευαν οι μελωδίες των Portishead. Εκείνη τον είχε πλησιάσει βλέποντας ότι δεν πρόκειται να κάνει καμία κίνηση, αλλά εκείνος καθόταν μαζεμένος.

«Άρη, δε γουστάρεις; Μήπως φοβάσαι; Δεν έχω αρρώστιες ξέρεις.» τον ρώτησε αδυνατώντας να υπομένει άλλο την αναμονή.

Εκείνος είχε σαστίσει. Είχε μείνει αποσβολωμένος να την κοιτάει χωρίς να έχει τίποτα να πει και το κυριότερο χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ένιωθε σαν λυκειόπαιδο που γνώριζε για πρώτη φορά τον έρωτα και για πρώτη φορά και ίσως και για τελευταία στη ζωή του είχε ανάγκη τη μητρική αγκαλιά. Η ερώτηση και συνάμα η πρόκληση ήταν τόσο ευθεία και βγήκε τόσο όμορφα μέσα από τα χείλη της που δεν πίστευε στα αυτιά του. Είχε συνηθίσει να κυνηγάει για να αποκτήσει αυτά που ήθελε στη ζωή του και να που βρέθηκε μία εικοσάχρονη να θέλει να κατακτήσει τον ίδιο και μάλιστα με απίστευτο θράσος.

«Είμαι μπερδεμένος ξέρεις», είχε καταφέρει να ψελλίσει τελικά.

«Θα σε ξεμπερδέψω εγώ», του είχε πει και είχε κολλήσει τα χείλη της στα δικά του.


Η έντονη φωνή της Aretha Franklin τον ξύπνησε απότομα και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το πρώτο βράδυ του με την Κάλια ήταν εξαιρετικό τελικά και θα το θυμόταν πάντα. Θα έμενε στη θύμηση του σαν την πιο δυνατή μάχη τεστοστερόνης και οιστρογόνων που είχε ζήσει ποτέ. Η αδρεναλίνη ήταν στα ύψη όλο το βράδυ και είχε χάσει το μέτρημα από το πόσες φορές είχαν κάνει έρωτα. Έριξε άλλη μία κλεφτή ματιά στο τζουκ- μποξ και γύρισε στη σελίδα 83.

«Ακόμα και ο έρωτας δε θα ήταν αυτό που γνωρίζουμε και αγαπάμε αν δε συνοδευόταν από ήχους. Πώς θα ήταν άραγε η πράξη του έρωτα αν κάθε φορά που γινόταν επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή; Το πάθος έρχεται με τους ήχους που σε εξιτάρουν, με τα βογκητά και τα γλυκόλογα. Η μελωδία όλων αυτών των φάλτσων ήχων είναι τόσο γλυκιά στα αυτιά μας που το ερωτικό τραγούδι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συνουσίας οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού της γης. Ο έρωτας και η μουσική είναι δύο έννοιες που προχωράνε μαζί μέσα στο χρόνο και δεν πρόκειται να χωρίσουνε ποτέ.»

Και πόσο γλυκιά ήταν η φωνή της Κάλια όταν κάνανε έρωτα το ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Αλλά και αυτό τελικά τελείωσε γρήγορα, όπως όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν πάντα, αφήνοντας μόνο αναμνήσεις. Τις πρώτες φορές ήταν ειδυλλιακά, σχεδόν μαγικά, αλλά έπεσε πάλι στα ρηχά μετά από λίγο καιρό. Και αυτό γιατί τα γλυκόλογα έπαψαν σταδιακά, τα βογκητά έγιναν προσποιητά και ο κρυφός έρωτάς τους έγινε συνήθεια. Έτσι σταμάτησε να της τηλεφωνεί και εκείνη σταμάτησε να έρχεται στο μπαράκι και έτσι σαν να είχαν συμπράξει σε μία σιωπηλή συμφωνία δεν ξαναειδωθήκανε ποτέ και χωρίσανε χωρίς καν να χαιρετηθούν. Αυτό δεν τον πείραζε. Το αντίθετο μάλιστα, εξάλλου ποτέ δεν ήταν καλός στα λόγια. Και καθώς ο Miles Davis τον ταξίδευε γύρισε στη σελίδα 99.

«Ο γραπτός και ο προφορικός λόγος βοήθησαν τον άνθρωπο να εξελιχθεί και να προοδέψει. Και αυτός αναγνωρίζοντας την προσφορά του λόγου ως μέσο προόδου, τον εξέλιξε ώστε σταδιακά η δομή του λόγου, οι λέξεις και οι εκφράσεις να τελειοποιηθούν σε τέτοιο βαθμό που να καλύπτουν σχεδόν όλες τις καταστάσεις που μπορεί να ζήσει ένας μέσος άνθρωπος. Κι όμως ακόμα και στις μέρες μας υπάρχουν στιγμές που κάποιος δε μπορεί να εκφράσει αυτό που νιώθει με λόγια γιατί πολύ απλά αυτό το βαθύτερο συναίσθημα που ξεπηδάει από τα τρίσβαθα της ψυχής του αρνείται να εγκλωβισθεί σε μία απλή φράση. Αυτή η έλλειψη ώθησε τον άνθρωπο να ασχοληθεί με τη μουσική και να τη χρίσει σύντροφό του στις μοναχικές στιγμές του, στις χαρούμενες και στις άσχημες, στις γιορτές και στις μαζώξεις με τους άλλους ανθρώπους. Η κοινωνικότητά μας και το αίσθημα επιβίωσης μας ανάγκασε να δημιουργήσουμε τη γλώσσα και η αναζήτηση της ψυχής μας επέβαλε τη μουσική. Η μουσική…»

Πετάχτηκε απότομα πάνω καθώς ένα χέρι τον χτύπησε στην πλάτη. Η σερβιτόρα του χαμογέλασε απαλά. Την γνώριζε λίγο καιρό. Του ζήτησε να πληρώσει, το κατάστημα έκλεινε. Κοίταξε την ώρα στο ρολόι του, δώρο των γωνιών του όταν είχε κλείσει τα δεκαοχτώ. Δύο μετά τα μεσάνυχτα, ούτε είχε καταλάβει πως πέρασε η ώρα. Πλήρωσε και μάζεψε τα πράγματά του. Πέταξε το σάκο του στην πλάτη και στο αριστερό χέρι σήκωσε το σαξόφωνό του. Έξω το κρύο του έτσουξε λίγο τα κόκαλα. Τύλιξε καλά το παλτό του και άρχισε να περπατάει. Οι τελευταίες μέρες του είχαν επιφυλάξει εκπλήξεις. Ήταν καιρός να πάρει αποφάσεις.


«Πάρε αυτό και φύλαξέ το μέχρι να ξαναϊδωθούμε. Μην το ανοίξεις ποτέ μέχρι να ξαναβρεθούμε», του είχε πει και τον είχε φιλήσει με θέρμη που του θύμισε τις πρώτες μέρες στη Σκόπελο. Και μετά από αυτή την έκρηξη λατρείας του είχε κλείσει την πόρτα καταπρόσωπο.

Είχε κοιτάξει το μικρό σφραγισμένο κουτί πριν το βάλει στο σάκο του, ένα μαύρο πλαστικό χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο και μετά είχε γυρίσει την πλάτη του και προχώρησε προς την έξοδο του κτιρίου. Θα πήγαινε προς τον Στεφάν, έτσι και αλλιώς περνούσε πολλά βράδια εκεί το τελευταίο διάστημα.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως η Λίζα τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι περίπου μία εβδομάδα πριν από αυτό το περιστατικό. Τότε δεν ήταν καθόλου θερμή, αλλά φώναζε και έβριζε έξαλλη πως δεν θέλει να τον ξαναδεί στα ματιά της και του είχε ξανακλείσει την πόρτα στα μούτρα. Από τότε είχε καταφύγει στον Στεφάν.

«Καλά του έκανες», του είχε πει σε μία ειλικρινή ένδειξη φιλίας όταν του διηγήθηκε την ιστορία του διωγμού.

«Δε φτάνει που έχει φορτωθεί στο σπίτι, είχε και το θράσος να σου πει πως είναι καλή και στο κρεβάτι. Και πολύ επιεικής ήσουνα που του έριξες μόνο μία. Εγώ θα τον είχα σπάσει στο ξύλο.»

«Καλά όλα αυτά, αλλά εγώ νιώθω κενός», είχε απαντήσει.

«Εσύ και ο έρωτας σου. Όλα τα πράγματα έχουν όριο, ακόμα και ο έρωτας. Πρέπει να το ξεχάσεις και να προχωρήσεις. Αύριο θα πάω να πάρω τα πράγματά σου.»

«Όχι θα πάω εγώ μόλις ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα.»

«Όπως νομίζεις», απάντησε ο Στεφάν βγάζοντας έναν βαρύ αναστεναγμό και εκεί τελείωσε η συζήτηση.

Έτσι είχε περάσει μία μαύρη εβδομάδα μέσα στον αναστεναγμό και τη θλίψη. Μέχρι χθες βράδυ όταν αποφάσισε να πάει να πάρει τα πράγματά του.

Είχε προτιμήσει να χτυπήσει την πόρτα και να μην ανοίξει με το κλειδί του. Η Λίζα του είχε ανοίξει την πόρτα και φαινόταν αναστατωμένη. Τον άφησε να περάσει στο χωλ.

«Περίμενε εδώ», του είχε πει, «τα έχω μαζέψει τα πράγματά σου» και είχε μπει προς τα μέσα.

Από μέσα ακούγονταν ψίθυροι. Ο άλλος ήταν εκεί. Μετά από λίγο η Λίζα είχε ξεπροβάλλει κρατώντας το σάκο του και το μαύρο κουτί.

«Ξέρεις, αυτά που σου είπα τις προάλλες δεν τα εννοούσα. Απλά δεν είμαι καλά τον τελευταίο καιρό και…», κάπου εκεί δεν κατάφερε να αποτελειώσει τη φράση της και ξέσπασε σε λυγμούς.

Ο Άρης δεν είχε αντέξει, είχε σκύψει να την αγκαλιάσει και την φιλούσε απαλά στο μάγουλο λέγοντάς της ότι δεν πειράζει και ό,τι είναι θα το ξεπεράσουν μαζί. Μετά εκείνη σηκώθηκε απότομα, του έδωσε το κουτί και τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Βρέθηκε να περπατάει πάλι μόνος και μπερδεμένος όσο ποτέ άλλοτε.

Όταν γύρισε στον Στεφάν άνοιξε μία μπύρα να πιει και κάθισε στον παλιομοδίτικο καναπέ που βρισκόταν στο σαλόνι. Διηγήθηκε την ιστορία στο φίλο του με κάθε λεπτομέρεια περιμένοντας μία απάντηση, μία εξήγηση κοιτώντας τον Στεφάν σα να είναι ο Μεσσίας.

«Ξέρεις φοβάμαι πως η Λίζα έχει μπλέξει άσχημα. Ανακάλυψα για τον τύπο που τριγυρνάει μαζί της κάποιες πληροφορίες. Έχει κάνει φυλακή και τον συνδέουν με μια πρόσφατη ληστεία σε τράπεζα. Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα και απομακρύνθηκες.»

Το άκουσμα όμως αυτών των λέξεων είχε λειτουργήσει ανάποδα από ότι περίμενε ο Στεφάν. Δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι. Σε ελάχιστο χρόνο είχε βρεθεί στο δρόμο με προορισμό το σπίτι της. Θα την έπαιρνε από εκεί. Όμως η τύχη του είχε παίξει άσχημο παιχνίδι. Η αστυνομία είχε πάει πρώτη και μόλις που πρόλαβε να τους δει φευγαλέα καθώς τους έβαζαν στα περιπολικά.

Και καθώς προχωρούσε σκέφτηκε τα τελευταία λόγια του Στεφάν.

«Φύγε πίσω στην Ελλάδα για να ηρεμήσεις. Εξάλλου αν θέλει να σε βρει είναι εύκολο, το κινητό σου το έχει. Εγώ θα ήθελα να μείνεις, αλλά φοβάμαι πως είναι χειρότερο. Πήγαινε και αυτή αν θέλει θα σε βρει.»

Και έτσι βρέθηκε μπροστά στον σταθμό των τρένων. Πήρε το επόμενο με προορισμό το αεροδρόμιο και άνοιξε το σάκο του για να παρατηρήσει το κουτί. Ήθελε να το ανοίξει αλλά φοβόταν ότι μπορεί να τον κρατήσει στην Ολλανδία, γι’ αυτό το ξαναέβαλε μέσα. Θα το άνοιγε στην Ελλάδα.

Στα γκισέ των εισιτηρίων η πωλήτρια τον ρώτησε αν θέλει εισιτήριο με επιστροφή και εκεί χαμογέλασε πικρόχολα. Και όταν το αεροπλάνο πετούσε πάνω από το Άμστερνταμ ήξερε πως ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του έκλεινε. Και μόνο όταν το ταξί τον άφησε στην παραλία του Λευκού Πύργου αποφάσισε να ανοίξει το κουτί.

Το περιεχόμενο του ήταν περίπου πενήντα χιλιάδες ευρώ. Τα κλοπιμαία προφανώς.

«Πολύ απογοητευτικό, περίμενα κάτι ουσιώδες», μουρμούρισε και χαμογέλασε ξανά για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες.

«Μου φόρτωσες τα κλοπιμαία για να γλιτώσεις», μονολόγησε.

Σηκώθηκε και προχώρησε στην παραλία. Ένα ζευγάρι καθόταν σε ένα παγκάκι. Πήγε προς το μέρος τους και άφησε το κουτί δίπλα τους στο παγκάκι. Χωρίς να περιμένει να δει την αντίδρασή τους συνέχισε να προχωράει μέχρι που στάθηκε μπροστά στο απαλό κυματάκι για να δει την ανατολή του ήλιου. Και τότε χτύπησε το κινητό του.

«Άρη μωρό μου», ακούστηκε η φωνή της Λίζας στο βάθος.

Το γέλιο του ξέσπασε αυθόρμητα.

«Είναι η τρίτη φορά που με κάνεις και γελάω» της απάντησε και έκλεισε το κινητό.

«Και φαρμακερή», συμπλήρωσε και πέταξε το κινητό του στον Θερμαϊκό. Και εκεί μπροστά στον ήλιο που ανέβαινε γοργά στον ουρανό έπαιξε με το σαξόφωνό του τις πιο ωραίες μελωδίες που είχε παίξει ποτέ.

Ήταν ελεύθερος και για πρώτη φορά τόσο γεμάτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: