Ο Ζαμπούντα ήταν κόκκινος, όπως όλοι στη φυλή του έτσι και αλλιώς. Οι κεραίες του, μακριές και στητές, ξεπετάγονταν από το κεφάλι και ανιχνεύανε συνεχώς τον αέρα για δονήσεις, για μηνύματα φαγητού. Και αυτός περήφανος για αυτές, τις κρατούσε ψηλά για να ξεχωρίζει από τους άλλους. Για να είναι διαφορετικός.
Ο Ζαμπούντα ήταν γεννημένος εργάτης. Άνηκε στην εργατική τάξη. Η ύπαρξή του ήταν συνυφασμένη με το κουβάλημα τροφής στη φωλιά. Κάθε μέρα ξεκινούσε και περπατούσε μαζί με δεκάδες μυρμήγκια πάρα πολλά μέτρα και κουβαλούσε στις πλάτες του πολλές φορές το βάρος του για να τραφεί η φωλιά. Να τραφεί η βασίλισσα και τα χιλιάδες στόματα που αριθμούσε η φυλή.
Όμως ο Ζαμπούντα δεν ήθελε να μείνει εργάτης όλη τη ζωή του. Ήθελε να γίνει στρατιώτης. Να ανέβει βαθμίδα και να μην είναι αναγκασμένος να φορτώνεται βάρη όλη τη ζωή του. Να προσέχει τους άλλους, να πολεμάει για τη φυλή, να αποκτήσει δόξα. Και ίσως μια μέρα να έφτανε να τεκνοποιήσει τη βασίλισσα. Είχε όνειρα ο μικρός κόκκινος εργάτης, αλλά οι μέρες περνούσαν και παρότι ο Ζαμπούντα έβαζε τα δυνατά του κάθε μέρα για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, παρέμενε εργάτης. Έτσι μια μέρα πήγε στον υπεύθυνο της βάρδιάς του και στάθηκε μπροστά του, όρθωσε το ανάστημα του και είπε:
«Θέλω να γίνω και εγώ στρατιώτης όπως εσύ. Βαρέθηκα να κουβαλάω μία ολόκληρη ζωή.»
«Ναι αλλά είσαι εργάτης. Δε μπορείς να γίνεις στρατιώτης. Είναι η μοίρα σου να κουβαλάς. Γι’ αυτό είσαι γεννημένος», του απάντησε ο στρατιώτης.
«Δεν είναι έτσι. Έχω κουβαλήσει πολύ περισσότερο φαγητό από όσο θα φάω σε όλη τη ζωή μου. Έχω κάνει το χρέος μου. Θέλω να σταματήσω.»
«Μην λες αηδίες. Αν ζητήσουν όλοι οι εργάτες να σταματήσουν να κουβαλάνε η φυλή θα πεθάνει της πείνας.»
«Όχι δεν είναι έτσι. Μπορούμε να αλλάξουμε θέση και να κουβαλάτε οι στρατιώτες. Εσείς δεν έχετε χρέος προς τη φυλή;»
Ο στρατιώτης είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Η κόκκινη μουσούδα του ήταν έτοιμη να εκραγεί.
«Άκου να δεις. Δεν γίνονται αυτά που λες. Οι εργάτες είναι εργάτες και οι στρατιώτες στρατιώτες. Αν σταματήσετε να διακινείτε το φαγητό αυτή η κοινωνία θα παραλύσει. Στηρίζεται σε σας. Να είσαι περήφανος γι’ αυτό που είσαι. Φαντάζεσαι πως θα ήταν αν δεν υπήρχατε εσείς να υπηρετείτε πιστά το κοινό καλό;»
«Ωραία αφού είναι τόσο σημαντικό αυτό που κάνουμε γιατί δεν απολαμβάνουμε και εμείς τα προνόμια που έχετε εσείς; Και αφού είναι τόσο σημαντικό γιατί δεν το κάνεις εσύ και να πάρω εγώ τη θέση σου στην τεμπελιά; Έλα να δοξαστείς εσύ στη θέση μου. Εγώ βαρέθηκα τόση πολλή δόξα. Δεν θέλω άλλο.»
«Σταμάτα, θα με τρελάνεις. Δεν σκέφτεσαι την καλή μας τη βασίλισσα; Πως θα τραφεί; Αν συνεχίσεις να μιλάς έτσι θα αναγκαστώ να σε τιμωρήσω.»
Ο Ζαμπούντα όμως δεν είχε σκοπό να σταματήσει.
«Στο διάολο και η βασίλισσα. Να βγει να μαζέψει το φαγητό της μόνη της.»
Και έτσι ο Ζαμπούντα τιμωρήθηκε σκληρά για τα λόγια και την ανταρσία του. Γιατί κανένας από τους εργάτες δεν τον υποστήριξε. Και τον έστελναν όλο και σε πιο απομακρυσμένες αποστολές, πολλές φορές μόνο του. Αλλά από τύχη ή από κάποιο παιχνίδι της μοίρας γλίτωνε τους κινδύνους. Και μια μέρα γνώρισε ένα τζιτζίκι που λιαζόταν κάτω από τον ήλιο.
Το τζιτζίκι τον κοίταξε και χαμογέλασε.
«Έϊ μυρμήγκι τι κάνεις;»
«Κουβαλάω φαγητό για τη φυλή.»
«Πάντα η ίδια ιστορία έτσι; Δεν βαρέθηκες;»
«Βαρέθηκα, αλλά τουλάχιστον εγώ θα ζήσω το χειμώνα ενώ εσύ θα πεθάνεις.»
«Αλήθεια πιστεύεις πως αυτή είναι η διαφορά μεταξύ μας; Μην πιστεύεις στους μύθους μυρμήγκι, δεν λένε πάντα την αλήθεια. Η διαφορά είναι πως εγώ είμαι ελεύθερος να αποφασίσω αν θα ζήσω ή θα πεθάνω, ενώ εσύ δεν είσαι.»
Ο Ζαμπούντα κοντοστάθηκε λίγο και μετά χωρίς να πει τίποτα συνέχισε το δρόμο του. Όμως τα λόγια του τζίτζικα βούιζαν κάθε μέρα στα αυτιά του. Και έφτασε μία μέρα που η φυλή του δέχτηκε ξαφνικά επίθεση από εισβολείς. Ήταν μία μέρα που ο Ζαμπούντα ήταν απομακρυσμένος από όλους και έψαχνε φαγητό. Και είδε τους εχθρούς να πλησιάζουν και ενστικτωδώς άρχισε να τρέχει για να ειδοποιήσει τους άλλους. Και τότε έφτασε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Ο πρώτος δρόμος οδηγούσε προς τη φωλιά, ο δεύτερος προς τον τζίτζικα. Ο ένας προς τη σκλαβιά και την προστασία, ο άλλος προς την ελευθερία και την αβεβαιότητα.
Όμως ο Ζαμπούντα ήταν σίγουρος για την απόφασή, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. Και όπως περπατούσε στον δεύτερο δρόμο σκέφτηκε:
«Οι μύθοι δεν λένε πάντα την αλήθεια.»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου